ήταν να βρω τ’ όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
όσα δε θα ξαναρθούνε –
πουλιά που ’χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
– πέρασμα ζωής, θανάτου –
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω… την πεθαμένη ελπίδα.
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.
ont psalmodié parmi nos cloches.
J. Laforgue
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δε θα βρεθεί
για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που ν’ αράζει.
σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα στις τόσες άλλες,
μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει
ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,
μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τ’ αλύπητο ρολόι
θυμίζει τόσα πράματα που τα ’χει πια σκοτώσει.
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί
ώς τον Απρίλη που θα ’ρθεί, σαν πάγος που δε σπάζει;
Επιθυμία γλαυκή, πώς θα σε ζήσω;
Ω, ποιο καράβι θα με φέρει πίσω,
εκεί που είν’ ο μεγάλος ωκεανός;
Φωνή που λείπει για να τραγουδήσω,
τραγούδι που ποτέ δε θα γρικήσω
και πόθος που δεν είν’ ανθρωπινός!
τραγούδια με φωνή θαλασσινή
κι η επιθυμία ανάβει, ανάβει, ανάβει,
Αχ, όνειρο μεγάλο και γαλάζιο,
από τη νύχτα που έρχεται σ’ αρπάζω!
θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,
στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται
θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.
τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο
και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες·
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.
σκοτεινά κάτω κι απάνω:
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν…
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου.
στη νεροποντή, στο κρύο,
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
των αγρών, αυτό το μήνα!
Η βροχή μάς έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα.
μες στη νέκρα μες στη γύμνια…
Πού ’ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
τα βαριά περνούνε τρένα
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
Επιμέλεια, επίμετρο, σημειώσεις: Μιχαήλ Χ. Ρέμπας
Θεσσαλονίκη 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου