Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μήτσος Παπανικολάου, "Ποιήματα"





ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ


Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω τ’ όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε –
πουλιά που ’χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμά του
– πέρασμα ζωής, θανάτου –
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω… την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.





ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

                                        Voici que le corbeaux hivernaux,
                                        ont psalmodié parmi nos cloches.
                                                                           J. Laforgue



Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί·
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δε θα βρεθεί
για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που ν’ αράζει.

Και να, το βράδυ κι η βροχή το τζάμι μου χτυπάει
σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα στις τόσες άλλες,
μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει
κάθε που κλαίει μες στη ζωή και της βροχής τις στάλες.

Κουβέντες μες στη σκοτεινιά, του ανέμου μοιρολόι,
ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,
μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τ’ αλύπητο ρολόι
θυμίζει τόσα πράματα που τα ’χει πια σκοτώσει.

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί·
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί
ώς τον Απρίλη που θα ’ρθεί, σαν πάγος που δε σπάζει;





ΓΛΑΥΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ


Μπρος στον εξώστη, ο πόντος κι ο ουρανός!
Επιθυμία γλαυκή, πώς θα σε ζήσω;
Ω, ποιο καράβι θα με φέρει πίσω,
εκεί που είν’ ο μεγάλος ωκεανός;

Επιθυμία γλαυκή, χρώμα, καπνός.
Φωνή που λείπει για να τραγουδήσω,
τραγούδι που ποτέ δε θα γρικήσω
και πόθος που δεν είν’ ανθρωπινός!

Οι ναύτες τραγουδάνε στο καράβι
τραγούδια με φωνή θαλασσινή
κι η επιθυμία ανάβει, ανάβει, ανάβει,

σαν τη φωτιά στη γη τη μακρινή…
Αχ, όνειρο μεγάλο και γαλάζιο,
από τη νύχτα που έρχεται σ’ αρπάζω!





ΦΑΥΝΟΙ


Θα χορέψουμε στο φως των άστρων,
θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,
στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται
θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.

Θα μείνουμε μόνοι.

Έπειτα θα ’ρθουν τα φιλήματα να κλείσουνε τα μάτια μας,
τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο
και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.





ΤΟΠΙΟ


Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει,
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες·
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω:
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.

Απ’ την άσφαλτο, τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν…
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου.

Ένα σκιάχτρο, απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο,
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.

Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών, αυτό το μήνα!
Η βροχή μάς έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα.

…Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα μες στη γύμνια…
Πού ’ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;

Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.





Πηγή: «Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα (Άπαντα τα ευρεθέντα)»,
Επιμέλεια, επίμετρο, σημειώσεις: Μιχαήλ Χ. Ρέμπας
Θεσσαλονίκη 2008.

Στην εικόνα: Jasper Francis Cropsey, «Catskill Creek» (1850).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου