που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
−κανείς δε ξέρει πότε κι από πού ξεκινά−
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο −να πει μια τρίλλια του
στη νύχτα που έρχεται− ένα πουλί.
Με τις στοιχειωμένες του κάμαρες
κι έριξε το κλειδί του μες στο ποτάμι
(σε κάθε παράθυρο υπήρχε
ένα σιωπηλό παράπονο αρρώστου
που τον εγκαταλείπουν ολομόναχον)
Κανείς δεν τονε πρόσεξε όταν έφευγε
πίσω από το παραπέτασμα της φθινοπωρινής βροχής
Τώρα πήρε να φυσά το ξεροβόρι
ένας ξέθωρος ήλιος χειμωνιάτικος τον ζεσταίνει
δεν ξέρει πού θα τον βρει το βράδυ
ούτε ρωτά πού τελειώνει η οδοιπορία του
δεντρίσια μοναξιά και σιωπή
κατάπιε πάχνα και νυχτερινό αγιάζι
άφινε τη βροχή να τον περονιάζει ως το κόκκαλο.
Ύστερα τον έπιανε μι’ αβάσταχτη πείνα
για την ανθρώπινη ομιλία
για τα κοινά ζεστά, ανθρώπινα λόγια
Μια «Καλημέρα» ή μια «Καλησπέρα» στο χωραφόδρομο
είναι σαν μια γενναία φέτα ψωμί
γλυκό, σιταρίσιο, χωριάτικο ψωμί.
άνοιγαν πόρτες ξεχύνονταν κύματα από φωνές
τον έπαιρνε η ζέστα στο πρόσωπο
οι γνώριμες σπιτικές μυρουδιές
Τόσα παράθυρα ολοφώτιστα, τόσοι καινούργιοι άνθρωποι
που ξαναζούσαν από την αρχή, όσα έζησε
συνέχιζε την περιπλάνηση
μες στη νυχτερινή διαπεραστική παγωνιά.
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει
Χώμα που κρύβει τ’ απογυμνωμένα οστά
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβύνει
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.
κυλάει μ’ ενάργεια στον καθρέφτη μέσα
το φως του φεγγαριού
ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος.
Ποιος είναι αυτός που μ’ ατενίζει
μέσα από το κρύσταλλο
με τα δικά μου μάτια;
Καιρούς το πρόσωπό μου είχα αποστρέψει
φεύγοντας τούτο το βλέμμα
Έσκυβα πάνω από νερά βαθιά κι αφώτιστα
θολά από τις βροχές ποτάμια
Έβλεπα πίσω από τζάμια του ύπνου θαμπά
που ράγιζαν χίλια ραγίσματα
Κι ακροαζόμουν τα ίδια βήματά μου
σαν βήματα άλλου, να με καταφτάνουν
πάλι και πάλι
Όταν σ’ ονείρων λαβυρίνθους κυκλοδίωκτη
από νύχτα σε νύχτα κι από ύπνο σε ύπνο
έφερνα αλαφιασμένους γύρους.
κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα
Καθώς ο ξένος αναδύεται ολοένα
κι ολοένα, μέσα από το κρύσταλλο.
Στην εικόνα: Carl Rudolph Krafft, «Night Scene».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου