1. Μικρή
σουίτα σε κόκκινο μείζον
Δυο βουνά
δυο σώματα
ένα δέντρο
και το μακρύ ποτάμι
ως τη θάλασσα κάτω
ως τ’ άλλο λιμάνι
με τα οινομαγειρεία
τους κωπηλάτες
και τα σιδηρουργεία –
έχει και μουσική.
Αθήνα, 22.Ι.80
Καταμεσής του χειμώνα
φορούσε κατάλευκα –
τι είχε να κρύψει;
το μουγγό κόκκινο;
το κλεμμένο ρολόι του χεριού μου;
απ’ το παράθυρο πράγματι
φαίνονταν τρία κυπαρίσσια
κι ο ίδιος καπνοδόχος
χωρίς καπνό.
Διακοφτό, 17.ΙΙ.80
2. Γυμνό
σώμα
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Αθήνα, 24.ΧΙ.80
Όσα είπαμε,
όσα δεν είπαμε
υποβαστάζουν το ποίημα.
Στο αέτωμα
ένα ψηλό κυπαρίσσι
ανάμεσα
σε δυο μαρμάρινα άλογα.
Το λιόγερμα έλαμψε
στον ώμο ενός πουλιού.
Μαζί τόδαμε.
Χαμογελάσαμε.
Το χέρι σου βρέθηκε
μέσα στο χέρι μου.
Αθήνα, 27.ΧΙ.80
Πέρασαν οι ψαράδες
μ’ άδεια πανέρια.
Το φεγγάρι σκιρτούσε
στα γόνατά σου.
Δεν ξεχώριζε πια
το κενό απ’ την πληρότητα.
Αθήνα, 5.ΧΙΙ.80
Όταν ακουμπούσες το χέρι
σου
στο γόνατό μου ή στον ώμο μου
ή στη μέση μου
άλλαζε στάση ο κόσμος.
Αθήνα, 7.ΧΙΙ.80
3.
Σάρκινος λόγος
(ΙV)
Τα ποιήματα που έζησα στο
σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή
τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί
εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι υστέρα
μαζευόσουν στο
κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα.
Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά
προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι
– μου ’λεγες – έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με
τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε
βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν
περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός
Παραδείσου.
Αθήνα, 16.ΙΙ.81
Από τη συλλογή «Τα ερωτικά». εκδ. Κέδρος, 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου