Ηράκλειτος
Το
δεύτερο μισοσκόταδο.
Η
νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο
Η
κάθαρση κι η λησμονιά.
Το
πρώτο μισοσκόταδο.
Το
πρωινό που ήταν αυγή.
Η
μέρα που ήταν πρωί.
Η
πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά.
Το
δεύτερο μισοσκόταδο.
Η
νύχτα − τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου.
Η
κάθαρση κι η λησμονιά.
Το
πρώτο μισοσκόταδο...
Το
φευγαλέο ξημέρωμα και, καθώς ξημερώνει,
η
αγωνία του Έλληνα.
Τι
υφάδι είναι τούτο
του
είναι του θα ’ναι και του ήταν;
Και
ποιο είναι τούτο το ποτάμι
που μέσα του κυλάει ο Γάγγης;
Τι
είναι τούτο το ποτάμι
που την πηγή του δεν αντέχεις καν
φανταστείς;
Τι
είναι τούτο το ποτάμι
που παρασέρνει ξίφη και
μυθολογίες;
Είναι
ανώφελο να κοιμηθώ.
Κυλάει
μες στον ύπνο, στην έρημο, στα υπόγεια.
Με
παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ.
Είμαι
από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο
που συνεχώς μεταβάλλεται.
Ίσως
η πηγή να βρίσκεται μέσα μου
Ίσως
απ’ τη σκιά μου
να
αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές.
Το εγκώμιο της
σκιάς, 1969.
Ηράκλειτος
Ο
Ηράκλειτος περπατάει βραδάκι
για
την Έφεσο. Το δειλινό τον έφερε
χωρίς
να το ’χει συνειδητά επιδιώξει
στην
όχθη ενός σιωπηλού ποταμού.
Δεν
ήξερε ούτε πώς τον έλεγαν, ούτε κατά πού πάει.
Υπήρχε
ένας πέτρινος Ιανός και κάτι λεύκες.
Κοιτάζεται
στον αεικίνητο καθρέφτη
και
συλλαμβάνει και επεξεργάζεται τη φράση
που
κράτησαν αμετάβλητη
οι
ανθρώπινες γενιές. Η φωνή του εξάγγειλε:
Κανείς
δεν μπαίνει δυο φορές στα νερά
του
ίδιου ποταμού. Στάθηκε. Νιώθει
με
ένα δέος ιερό και μ’ ένα ρίγος
ότι
κι ο ίδιος είναι ένα ποτάμι, μια ροή.
Θέλει
να ξανακερδίσει εκείνο το πρωινό,
τη
νύχτα του, το δειλινό της. Όμως δεν μπορεί.
Ξαναλέει
τη φράση. Τη βλέπει τυπωμένη
καθαρά,
με γράμματα του μέλλοντος
σε
κάποια σελίδα του Μπάρνετ.
Ο
Ηράκλειτος δεν ξέρει ελληνικά. Ο Ιανός,
θεός
των θυρών, είναι λατίνος θεός.
Ο
Ηράκλειτος δεν έχει τώρα ή χτες.
Είναι
ένα καθαρό τέχνασμα που ονειρεύτηκε
ένας
μελαγχολικός άνθρωπος στην όχθη του Κόκκινου Κέδρου,
ένας
άνθρωπος που συνδυάζει εντεκασύλλαβους
για
να μη σκέφτεται συνέχεια το Μπουένος Άιρες,
και
τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κάποιος του λείπει.
Το σιδερένιο
νόμισμα, 1976.
Μετάφραση:
Δημήτρης Καλοκύρης
Από
το βιβλίο «Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποιήματα»,
Μετάφραση,
Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης.
Εκδ.
Ελληνικά Γράμματα 2006.
Στην
εικόνα: Utrecht Moreelse, «Heraclite», (1630).
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου