Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Σωτήρης Σαράκης, "Στις προθήκες"




ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΗΚΕΣ


Τιμώ, ασφαλώς, τα ένδοξα
εκθέματα που δεν αγγίζει ο χρόνος
τιμώ τον στιβαρό
Ηνίοχο στους Δελφούς, τον Δία (ή Ποσειδώνα)
–κραταιό!– του Αρτεμισίου, τον ωραίο
Ερμή του Πραξιτέλη, κι άλλα
πολλά, της τέχνης απαράμιλλα
μνημεία, πλην με τα χρόνια
απόχτησα κι ετούτο το κουσούρι
ώρες
να στέκομαι μπροστά σε μια προθήκη
με σκεύη ταπεινά, χρειώδη
του καθ’ ημέραν βίου
κι άλλα ψιλολόγια

ώρες να στέκομαι, να τα κοιτώ
είτε περίτεχνα, είτε
απλοϊκά, χοντροκομμένα
και να ρωτάω τους ξεναγούς
να γυροφέρνω

                                                  τα κοιτώ
βυθίζομαι
σ’ αυτές τις ανεξάντλητες προθήκες.





ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΧΕΡΙΩΝ
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ


Κάποιος το φρόντισε αυτό.
Σπάραγμα από σκηνή δεξιώσεως
επιτυμβίου αναγλύφου, κάποιος
το φρόντισε ασφαλώς.
Τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., το φρόντισαν
προσωπικώς ο Χρόνος
με τους είκοσι τρεις
αιώνες του, η Τύχη
με τις αμέτρητες συμπτώσεις της.
Μια ζεστή χειραψία
του ζωντανού με τον νεκρό, μείναν μονάχα
τα δυο σφιχτοδεμένα χέρια απ’ τον καρπό
και κάτω, τίποτε
άλλο, αν είχε
μείνει σώο το ανάγλυφο
θα το θαυμάζαμε σε θέση πιο
περίβλεπτη, όμως
έτσι όπως στέκει τώρα εδώ
αυτό το απομεινάρι, θραύσμα
ταπεινό στην ταπεινή
γωνιά του, πώς
κεραυνοβολεί το βλέμμα, πώς
το καθηλώνει!

Το φρόντισαν προσωπικώς
ο Χρόνος και η Τύχη, ίσως γι’ αυτό
φαίνεται μόλις χθεσινό και κάθε άλλο
παρά τυχαίο, και σίγουρα γι’ αυτό
μόνο γι’ αυτό
έμεινε ακριβώς όπως έπρεπε
να μείνει, μόνο το καίριο, μόνο
τα δυο σφιχτοδεμένα χέρια, η χειραψία
μόνο
το άπιαστο της τέχνης.





ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
– ΜΑΓΕΙΡΙΚΑ ΣΚΕΥΗ
                (6ος - 4ος αιώνας π.Χ.)

             τα βήματα γοργά της Ιστορίας κι εκείνο
                                       το βήμα του Κλεισθένη


Πώς θα ’θελα εδώ
μια σίγουρη χρονολογία!
Πώς θα ’θελα να ξέρω εδώ
πότε ακριβώς μπήκε η σχάρα
στη φωτιά πρώτη φορά και πότε
τελευταία!
Στην Αγορά βρισκόμαστε,
στην Αγορά, Μουσείο
Στοάς Αττάλου, εντόπια
τα σκεύη, όμως εδώ
πήρε στροφή μεγάλη ο κόσμος
εκείνον τον καιρό·
                                              πώς θα ’θελα
να ξέρω αν
καθώς ετοιμαζότανε
το δείπνο, σιγοψήνονταν
νόστιμα εδέσματα, λαχταριστά
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα
δίπλα ακριβώς, δυο-τρία
στενά πιο πέρα, ένα
στενό πιο κάτω, μέσα
στην εσωτερική αυλή, μέσα
στο σπίτι, γύρω
τριγύρω εδώ, στη γειτονιά
ώρα την ώρα ο κόσμος
έπαιρνε στροφή

άλλαζε ο κόσμος, άλλαζε γοργά
καθώς σιγοψηνότανε το δείπνο
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα!





ΑΘΥΡΜΑΤΑ


Πήλινο αηδόνι, ψεύτικο
πουλί, φυσάει το παιδί, σφυρίζει
αυτό, θέλει νερό
να κελαηδήσει.

Κόκκινο αηδόνι, πλαστικό
πουλί, τυχαίο απόκτημα
των παιδικών μου χρόνων
κελάηδησε και σφύριξε
ώρες αμέτρητες, ποιος ξέρει πού –
ποιος ξέρει πού να περιμένει
τη σκαπάνη του.

Άγνωστε φίλε, παιδικέ μου φίλε μακρινέ,
ποτέ δε θα ξεχάσω πώς
σφυρίζαμε μαζί, πώς κελαηδούσαμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι του ο καθένας μας
τι αγώνες κάναμε αντοχής ζαλίζοντας
οι δυο μας τους μεγάλους

όλους αυτούς τους τόσο ανόητα μεγάλους
που αδύνατο να καταλάβουν πως
βρεθήκαμε μαζί δυο ατίθασα
παιδιά με ανάμεσά μας δυομισι
χιλιάδες χρόνια, πώς
τρελά να παίζουμε και να φυσάμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι μας.





ΑΓΓΕΙΟ ΠΟΣΕΩΣ


Τον ξέρω αυτόν τον τύπο
τον θυμάμαι, τον έχω
συναντήσει σ’ όλα τα μουσεία
αυτόν
με κύλικα, με κάνθαρο,
με σκύφο, μ’ ασημένιο
τάσι στο δεξί του
χέρι, αργά τη νύχτα

αργά, που έμενε μόνος, είχαν σβήσει
τα τελευταία επίγεια φώτα, έβγαινε
στο μπαλκόνι του, έβγαινε
στην αυλή του, αστροφεγγιά
σήκωνε το ποτήρι του
εκστατικός στον ουρανό

κι έπινε
έπινε εκστατικός
στη υγεία του Σύμπαντος.





Από τη συλλογή «Στις προθήκες», εκδ. Κουκκίδα, 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου