Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν’ αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ’ ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι
Αλλ’ εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική
Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα
Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα
Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·
Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης
Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Εκεί που ακινητεί ο Καιρός
Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου ’μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».
Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα
Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι −
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».
Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Μόνος άλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.
Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα
Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται
Τον πόνο
Τον σωματικό
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:
Ως πότε, ως πότε
Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι
Καθείς μ’ ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ’ όλους
Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος
Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τι; Προς τι;
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη
Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.
Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε
Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος
Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του
Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια
Το είδωλον του αιώνος
Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει. Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς
Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.
Φύλλωμα κισσού στον ασβέστη περνάν
Τρεμάμενα τα κύματα μυριάδες σκιάσματα
Πόσο πιάνει ο σταυρός και πόσο η Πλατυτέρα
Της ψυχής σου που ανάφτηκε χρυσός αέρας
Ζωή μου γλαυκή που σε μιαν αστραπή
Τα ’πες όλα και τα ’καψες τα ’πες όλα και τα ’κρυψες
Κορυφές του Αραράτ κι ακατάληπτες γλώσσες
Όμως μόνος προχώρησα κι ούτ’ ένα δάκρυ
Ρίχνω κι αγρικώ σαν λεόντων φωνές
Τις φορές οπού αδίκησα τις φορές οπού απάτησα
Το λιγνό μου κορμί και τη μιλιά μου πήραν
Θεές κωδωνοκρούοντας πέλαγα μαύρα
Ποιανού μαχητή χαμένου στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα να ξανάρχεται μέσα μου;
Με λοξά τα φτερά πουλιού της τρικυμίας
Κι υστέρα πάλι τίποτα τίποτα πάλι
Που κρυφά κρατείς από κάτω της γης
Το ένα μου αηδόνισμα τα πολλά μου αμαρτήματα
Ταξιδεύει ψηλά και στην ψυχή μου ρίχνει
Τόπους τόπους τα γράμματα κι ούτε μια λέξη
Μοναχά φυσώ και πέπλα παλαιά
Για τους άλλους αόρατα μπρος στα μάτια μου ανοίγονται
Στα ύψη μασά των αιώνων τα φύλλα
Όπως πριν που γεννήθηκα κι όπως κατόπιν
Μαβιά που κοιτάς και τα πέρα βουνά
Ωσάν της Αναλήψεως καταδιάφανα χάνονται
Σαν σταγόνα νερού καθαρού μες στον ήλιο
Με πηγαίνει κι ολόγυμνος το θαύμα λέω.
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου