Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Οδυσσέας Ελύτης, "Τα ετεροθαλή"





ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ


Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»

Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.


1955





ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ


Τόσο μόνον
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν’ αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ’ ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου

Κι εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι

Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!

Αλλ’ εμείς το χτίζουμε άλλ’ εμείς το κηπεύουμε
Αλλ’ εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε

Και συχνά την ώρα που απ’ τη λέπρα της ηπείρου
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική

Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου

Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε
Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα

Ω γαιώδη άνθρωπε

Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα

Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία
Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα
Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε

Τ’ αχνάρια που άφησαν −και που ακολούθησες−
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.


1958





Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ


Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης
Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Εκεί που ακινητεί ο Καιρός
Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου ’μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα
Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι −
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Μέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι
Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».

Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Μόνος άλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.


1965





ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ


Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει
Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα
Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται
Τον πόνο
Τον σωματικό
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:
Ως πότε, ως πότε

Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα:
Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι
Καθείς μ’ ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ’ όλους
Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος
Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τι; Προς τι;

Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη
Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.
Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε
Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος
Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του
Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια

Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων
Το είδωλον του αιώνος
Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει. Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς
Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.


1968





ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ


Ξύπνησες Αδάμ     και ξαναρχίζει ο κόσμος
Φύλλωμα κισσού     στον ασβέστη περνάν
Τρεμάμενα τα κύματα     μυριάδες σκιάσματα

Μες στ’ Απίστευτο     μετρήσου και πες
Πόσο πιάνει ο σταυρός     και πόσο η Πλατυτέρα
Της ψυχής σου που ανάφτηκε     χρυσός αέρας

Αϊτέ Θαλασσών     των ουρανών δελφίνι
Ζωή μου γλαυκή     που σε μιαν αστραπή
Τα ’πες όλα και τα ’καψες     τα ’πες όλα και τα ’κρυψες

Εναντίον μου    να μεγαλώνουν είδα
Κορυφές του Αραράτ     κι ακατάληπτες γλώσσες
Όμως μόνος προχώρησα     κι ούτ’ ένα δάκρυ

Δόλωμα κρυφό     στη βοή των κυμάτων
Ρίχνω κι αγρικώ     σαν λεόντων φωνές
Τις φορές οπού αδίκησα     τις φορές οπού απάτησα

Μου κατάφαγαν     σπείρες μελισσών
Το λιγνό μου κορμί     και τη μιλιά μου πήραν
Θεές κωδωνοκρούοντας     πέλαγα μαύρα

Να πενθώ για τι;     Ποιος αυτός που προστάζει;
Ποιανού μαχητή     χαμένου στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα     να ξανάρχεται μέσα μου;

Τρεις και τέσσερις     φορές έγειρε ο νους μου
Με λοξά τα φτερά     πουλιού της τρικυμίας
Κι υστέρα πάλι τίποτα     τίποτα πάλι

Έχε γεια Βοριά    μελαψέ σγουρομάλλη
Που κρυφά κρατείς     από κάτω της γης
Το ένα μου αηδόνισμα     τα πολλά μου αμαρτήματα

Εννεάστερο     τέρας φωτεινό
Ταξιδεύει ψηλά     και στην ψυχή μου ρίχνει
Τόπους τόπους τα γράμματα     κι ούτε μια λέξη

Τίποτα να πω     πια δε γίνεται άλλο
Μοναχά φυσώ     και πέπλα παλαιά
Για τους άλλους αόρατα     μπρος στα μάτια μου ανοίγονται

Ανυπόταχτο     σκαρφαλωμένο γίδι
Στα ύψη μασά     των αιώνων τα φύλλα
Όπως πριν που γεννήθηκα     κι όπως κατόπιν

Εμπρός προσκυνώ     σε την Ανθοκρατούσα
Μαβιά που κοιτάς     και τα πέρα βουνά
Ωσάν της Αναλήψεως     καταδιάφανα χάνονται

Ατελεύτητα     λευκό το κελί
Σαν σταγόνα νερού     καθαρού μες στον ήλιο
Με πηγαίνει κι ολόγυμνος     το θαύμα λέω.


1972





Από τη συλλογή «Τα ετεροθαλή» (1974).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου