Ένα σχέδιο τον Οκτώβριο
Το
ρυμουλκό πλοίο είναι γεμάτο φακίδες και σκουριά. Τι θέλει εδώ,
τόσο βαθιά στη στεριά;
Είναι
μια βαριά, σβησμένη λάμπα μέσα στην παγωνιά.
Τα
δέντρα όμως έχουν άγρια χρώματα. Μηνύματα προς την
αντίπερα όχθη!
Σαν
να θέλουν κάποιοι να πάει το πλοίο να τους πάρει.
Στον
δρόμο για το σπίτι βλέπω τα μανιτάρια που ξεπετάγονται
απ’ το χορτάρι.
Είναι
δάχτυλα που ζητούν βοήθεια, δάχτυλα
κάποιου
που κλαίει μόνος του με λυγμούς εδώ και μέρες κάτω στο σκοτάδι.
Στη γη ανήκουμε.
Στο τέλος του Μάη
Οι
ανθισμένες μηλιές και κερασιές βοηθούν το χωριό να αιωρηθεί.
στη
γλυκιά και βρόμικη μαγιάτικη νύχτα, άσπρο σωσίβιο, οι σκέψεις
σκορπίζουν.
Χόρτα
κι αγριόχορτα φτεροκοπούν σιωπηλά κι επίμονα.
Το
γραμματοκιβώτιο λάμπει ήσυχα, ό,τι γράφτηκε δεν παίρνεται πίσω.
Ήπιος,
ψυχρός αέρας διαπερνά το πουκάμισο και ψηλαφίζει
την καρδιά.
Μηλιές
και κερασιές, γελάνε σιωπηλά με τον Σολομώντα,
ανθίζουν
τα τούνελ μου. Τις χρειάζομαι,
όχι
για να ξεχάσω, αλλά για να θυμάμαι.
Ελεγεία
Ανοίγω
την πρώτη πόρτα.
Ένα
μεγάλο, ηλιόλουστο δωμάτιο.
Ένα
βαρύ αυτοκίνητο περνά απ’ τον δρόμο
και
κάνει τα πιάτα να τρέμουν.
Ανοίγω
την πόρτα νούμερο δύο.
Φίλοι!
Ήπιατε το σκοτάδι
και
γίνατε ορατοί.
Πόρτα
νούμερο τρία. Στενό δωμάτιο ξενοδοχείου.
Θέα
προς τον πίσω δρόμο.
Ένα
φανάρι που αστράφτει στην άσφαλτο.
Τα
ωραία απόβλητα των εμπειριών.
Μετάφραση:
Βασίλης Παπαγεωργίου
Από
τη συλλογή «Μονοπάτια» (1973).
Πηγή:
«Tomas Tranströmer, Τα ποιήματα», εκδόσεις Printa / Ποίηση για πάντα, 2004,
Εισαγωγή - μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου.
Στην εικόνα: Andreas Achenbach, «Towboat leaving the port of Ostend at heyday».
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου