Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Σωτήρης Σαράκης, "Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες"




ΑΠΟΨΕ


Απόψε γύρισε ο καιρός.
Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
ένας δυνατός βοριάς
δεν τον ακούς
φυσάει, βουίζουν τα πλατάνια ανταρεμένα
δεν ακούς

απόψε γύρισε ο καιρός, τελειώσαν
ξαφνικά οι γαλήνιες μέρες
τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
μέσα στον άγριο άνεμο
τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
δε στέκουν πουθενά

δε στέκουν πουθενά, πού να σταθούν
πώς να σταθούν
φύλλα στη δίνη του καιρού, σκορπίζουν
χάνονται
ποιος ξέρει

ποιος ξέρει τι καιρούς, πόσον καιρό
ήσυχα οι γαλήνιες μέρες κυοφορούσαν
τη νύχτα την αποψινή
κανείς δεν ξέρει τίποτα, ποτέ

απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
ένας δυνατός βοριάς
πού βρίσκεσαι, δεν τον ακούς
πού βρίσκεσαι, θα φέρει καταιγίδα

φύλλα
των πλατανιών οι μέρες μας
στη δίνη των καιρών.





ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ


Ψάχνω για μια σελίδα φως
μια αχτίδα λέξεις.
Μου πήρε μιαν ολόκληρη ζωή να ψάχνω
μια σελίδα φως να σου χαρίσω.
Τύχη να πέσεις, να βρεθείς σε τόνο αληθινό
δύσβατοι δρόμοι, δύσκολα περάσματα.
Μια ολόκληρη ζωή να προσπαθώ
με δαιδαλώδη ελληνικά να σου εξηγήσω
ν’ αγγίξω αισθήσεις στη βαριά τους νάρκη,
    κάπως ν’ αποσείσω
τα τερατώδη αυτονόητα.

Κι ίσως ποτέ δεν ένιωσες, στιγμή
του μόχθου μου η σελίδα να σου λείπει.
Όμως κι εγώ δεν ένιωσα, στιγμή
πως θα μπορούσα −επιτέλους!− και να σταματήσω.





ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ


Συννεφιασμένος ουρανός, Μεγάλη Πέμπτη
ανάμεσα πικρά βουνά κι έρημους κάμπους ταξιδεύεις
δυο αργά πουλιά μονάχα σε κοιτάξαν

κανείς δε ρώτησε πού πας, κανείς δεν είδε
πίσω απ’ τα μάτια σου ένα φως να σβήνει
μέρες με συννεφιά Μεγάλης Πέμπτης ταξιδεύοντας
χωρίς να φτάνεις πουθενά, χωρίς
πια να θυμάσαι πότε κίνησες, για πού
κι αν ήρθε, πέρασε η Ανάσταση, δεν το ’μαθες
ποτέ δε θα το μάθεις
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι ανάμεσα σε μια
δοσμένη καταδίκη και μια σταύρωση
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι απ’ την ταφή
ως τη λησμονιά

δυο αργά πουλιά, στον ουρανό
πριν σβήσουν, σε κοιτάξαν.





ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Ήρθε νωρίς αυτό το καλοκαίρι.
Ήρθε νωρίς αυτό το καλοκαίρι εδώ
με την υγρή του ζέστη, με τα φίδια
οι πυρκαγιές
ανάβουνε, κανείς
δεν είναι να τις σβήσει

ήρθε νωρίς και δε θα φύγει, όλοι το ξέρουν
μιλούνε χαμηλόφωνα
για ποτισμένους κήπους, για μελτέμια
ακούγονται
μες στη φωνή τους αναρίθμητα τζιτζίκια, μεσημέρι
της μεγάλης μέθης

ήρθε νωρίς αυτό το άγριο καλοκαίρι.





ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ


Η μέρα ήταν ακίνητη, βαριά, του φθινοπώρου
η μέρα ήταν ακίνητη, βαριά, δεν προχωρούσε
ήταν μονάχα
η γκρίζα συννεφιά της, σκέπαζε
τον ουρανό αδιαπέραστη
έτσι κύκλωνε τη γη
σε βλέπω ακόμα, βυθιζόσουν
όλο βυθιζόσουν, τότε φάνηκε
άγνωστο πώς, άγνωστο από πού
φάνηκε
ένα κίτρινο φύλλο
έπεφτε αργά σαν ξεχασμένο
έφτασε στο χέρι σου

κι ήταν εκείνη τη στιγμή
σαν όλα τα φθινόπωρα της ζωής σου
όλα σου τα φθινόπωρα εκεί
στο πρόσωπό σου εκείνη τη στιγμή.





Από τη συλλογή «Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες» (2003).
Πηγή: «Σωτήρης Σαράκης, Στιγμή στο χάος [Ποιήματα 1999-2010]»,
εκδ. Κουκκίδα, 2014.

Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «The Mulberry Tree» (1889).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου