ΘΕΣΗ
Στην
άσφαλτο κυλάει το μεσημέρι λαβωμένο.
Όλα
σπασμένα.
Σπασμένα
γόνατα
λαιμοί
χέρια σπασμένα
σπασμένα
συνθήματα
σπασμένες
φωνές
σπασμένο τραγούδι
σπασμένο.
Όμως
εμείς το περιμένουμε να ’ρθει μέσ’ από σημαίες κ’ αίματα
τ’
αλάβωτο μεσημέρι
μες
στο σπασμένο καιρό
που
λογαριάζεται κιόλας με το μέλλον.
ΠΙΚΡΗ
ΕΠΟΧΗ
Σαν
ήμαστε μικρά παιδιά
δεν
πρόφτασαν να μας κρατήσουν οι γονείς μας απ’ το χέρι
και
να μας πάνε πουθενά
ήτανε
κιόλας σκοτωμένοι άρρωστοι ή χαμένοι.
Τότε
αντί για καλημέρα λέγαμε
έως
πότε έως πότε έως πότε
αντί
για καληνύχτα σιωπούσαμε
σχεδιάζοντας
μες στην αμφιβολία της νύχτας
παιγνίδια
και χαρές στο νέο καιρό της λευτεριάς.
Τότε
το ωραίο κορίτσι μας το λέγαμε Γιολάντα.
Η
Γιολάντα
μας
πότιζε πίκρα και μίσος
έτσι
καθώς καμάρωνε τ’ απόγευμα απ’ το παράθυρό της
ντυμένη
του προσώπου της το φως και το γαλάζιο φόρεμά της
χωρίς
πληγές χωρίς καημό και αίματα
ξεχειλισμένη
αληθινό φαΐ και τη γλυκιά ομορφιά της.
Τη
βλέπαμε για μια στιγμή μέσα στα μάτια κ’ έλαμπε
ύστερα
βλέπαμε το δρόμο που έλαμπε πάντα και μας καλούσε
για
τις ουρές τις διανομής και τη σκληρή μαυραγορά
που
ήτανε θέα απροσπέλαστη σαν έτοιμο μαχαίρι.
Θυμούμαστε
πως στον κόρφο μας
φώλιαζε
ένα πουλί
μας
εκρατούσε από το χέρι η περηφάνια
μας
εκρατούσε από το χέρι η οργή
και
προχωρούσαμε
με
τ’ όραμα μισού πέδιλου από λάστιχο αυτοκίνητου
με
τ’ όραμα μισού σπυριού μπομπότας.
Δε
μας εγύρισε πίσω ποτέ η βροχή
κι
ο άνεμος που μας σώριαζε στο δρόμο.
Τα
ξεσχισμένα πόδια μας δε χάθηκαν στη λάσπη
φυλάξαμε
τα μάτια μας να μην τα σβήσει η καταχνιά
τα
ξυλιασμένα χέρια μας κρατούσαν την καρδιά μας
μην
τη σκοτώσει η ανημποριά μην την κερδίσει η πίκρα.
Κι
όταν πούλαγε η μάνα μας τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της
για
ένα κινίνο ή δυο κλωνιά σταφίδα
εμείς
μαθαίναμε να περιμένουμε τη λευτεριά.
Δεν
κλάψαμε ποτέ.
ΔΟΞΑ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Η
κοπέλα απέναντι στο άλσος
συνομιλεί
μ’ επιθυμίες κι ατσάκιστα μυστικά.
Τα
χέρια της δείχνουν τους δρόμους,
τα
πόδια της προσανάβουν το τραγούδι της χλόης,
τα
μάτια της καλημερίζουν το δροσερό φως.
Ο
ήλιος λάμπει στο μέτωπό της,
το
μέτωπό της λάμπει πιο καλά από τον ήλιο.
Τ’
ανεξάντλητα μαλλιά της μουσική
που
θέλει να τρελαθεί.
Ολόκληρη
είναι το καλωσόρισμα της αγάπης
ο
πιο αρμόδιος τίτλος της Κυριακής.
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Στην
πατρίδα
εσύ
ξεκίναγες τη μέρα, εσύ ξεκίναγες τη νύχτα
εσύ
ξεκίναγες τ’ όνειρο σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα
χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που πίνει το αίμα μου
γιατί
είναι μόνο κόκαλα και θέλει να περπατήσει.
Τώρα
χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που μου σπάει
τα βήματα
για
να με δοκιμάσει.
Πολύ
απλό που χάθηκες, αγάπη μου
όπως
χαθήκαν τόσα καλοκαίρια
με
τους καημούς και με τα σχέδια πεθαμένα
στα
δυο μου χέρια.
Ήσουν
το χέρι που άγγιζε την καρδιά μου δημιουργώντας φως
πίκρα
και μένα χαμηλή μουσική.
Ήσουν
γιασεμί μεθυσμένο μες στο φεγγάρι
ήσουν
το φεγγάρι ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι
ήσουν
σκοτεινό σοκάκι σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κ’ εγώ πουλί να κελαηδεί καθισμένο
στ’
αριστερό σου στήθος.
Μα
τώρα χαθήκαμε ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου
σάμπως
ο ένας απ’ τους δυο μας να ’ναι πεθαμένος.
Από
τη συλλογή «Σπασμένος καιρός» (1957).
Πηγή:
«Θωμάς Γκόρμπας, [1957-1983]. Στάσεις στο μέλλον, Περνάει ο στρατός… Τα θεάματα»,
εκδ. Ποταμός, 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου