ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ AΝΟΙΞΗ
Βαριά από την Άνοιξη
η φλόγα
τα μάτια ανοίξανε σαν
τάφοι
πράσινα χόρτα φύτρωσαν
γύρω στο στόμα
τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά
φύγανε τα μαλλιά
μα η πληγή
έμεινε ορθάνοιχτη
κι ουρλιάζει
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου
φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον
άλλο ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα
Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους
ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί
Η ΚΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Σκάζανε αβγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι
ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ
Στην Τατιάνα Milliex
Λέει η τσιγγάνα:
− Διαβάζω χρήματα
μέσα στον ύπνο σου
έχεις μια ζωή πυκνή
γεμάτη χιόνι
όμως δεν ξέρω
πότε θα
γλιστρήσεις πέρα
λέει ο βοσκός:
− Όταν δεν αγαπάς τ’ άστρα
τ’ αρνιά μου θα σε
μισήσουν
κι απ’ το φεγγάρι
σου χαρίζω το μισό
που βγάζει φλόγες
από τη μεριά της λύσσας
λέει ο θάνατος:
− Δικά μου τα χρήματα
δικό μου και το φεγγάρι
δικά μου το χιόνι και τ’
αρνιά
κι οι κόκκινες φλόγες
και
η τσιγγάνα
και
ο βοσκός
ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός
άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω
σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ’ αγοράζουν
εγώ δεν τα πουλώ
οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε
εγώ δεν τα πουλώ
Από
τη συλλογή «Ο περίπατος» (1960).
Πηγή
«Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)»,
εκδ. Κέδρος, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου