Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Ασημίνα Λαμπράκου, "Γόνιμες καμπύλες του χρόνου"




ΓΟΝΙΜΕΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Κάποτε θα λάβουμε εκδίκηση από τα γιασεμιά
Οι γλάστρες θα επαναστατήσουν
κι οι ρίζες θα δώσουν φρέσκο ήλιο
     τομάτα και ρίγανη
Το νάιλον θα βουβαθεί προς νέους αιώνες
     κι η έλξη θα αναστραφεί

Εδώ που είμαι, Παράδεισος είναι, που βλέπω τον ουρανό του
Έτσι, ποντάρω με κάποια σιγουριά σε έναν θάνατο
     που θα έρθει από την αρχή






ένα αυθαίρετο, χωρίς ταυτότητα συναίσθημα που εξελίσσεται σε
     στοργή
είναι, κατά έναν τρόπο, ένα συναίσθημα χωρίς γνώμη και γεύση
ένα συναίσθημα με τέτοια γνώση που προκαλεί τις αισθήσεις
     να αποδώσουν δικαίωμα στη γλώσσα να διακορεύσει τον
     λόγο και τον λόγο

από τα ανοίγματα ξεπετάγονται όψεις του στιγμιαίου κενού
     ως μέλλοντας ξεχασμένος που είναι ο εξακολουθητικός: θα
     αγαπιέμαι
και μια λευκή ουρά αλόγου κεντημένη σαν μίσχος μαργαρίτας
     με μετρημένα πέταλα






ένα πουλί που τρύζει σαν ποντικός και τροχοδρομεί στην κόψη
     της μάντρας
είναι ένα πουλί που αναστατώνει τη νύχτα που ανοίγεται σαν
     ποντικός
και υποχρεώνει δέκα γάτες να ανοίξουν τα νύχια τους και τη
     σάρκα της

από τα ανοίγματα μπαίνει το φεγγάρι
σαν δέκα και δέκα χιλιάδες πίδακες φωτιάς
από πριόνι που εκτελεί καμπύλες και ευθείες κοπές μετάλλου






Αύγουστος. Πηχτή η ζέστη ανεβαίνει τη σκάλα από τη μεριά
     της θάλασσας.
Εισχωρεί στην πόλη. Ανοίγεται σε δρόμους, αυλές, σπίτια.
Στόματα και ρουθούνια.
Εκεί σταματά, επειδή γνωρίζει ένα τίποτα κι επειδή ο βοριάς
     νοιάζεται αλλού.
Στη σελίδα έντεκα, εν τούτοις, ένας κονδυλοφόρος σκιαγραφεί
     εγκαίρως έναν άλλο βορρά που θα επιστρέψει τα πράγματα
     στη θέση τους.
Και τη σκάλα επίσης.






Άγνωστά μου χιλιόμετρα οδηγούν τον ταξιδιώτη από το λιμάνι
     σε αυτήν τη γωνιά που κάθισα να ξεκουραστώ και να
     στοχαστώ τα πρόσφατα.
Εδώ που θα μπορέσω κάποτε να ρεμβάσω παρατηρώντας τον
     ήλιο, σαν τεράστιο καλοψημένο κυδώνι, να εγκαταλείπει
     πίσω από το νησί αναστατώνοντας τα αγριοκάτσικα και
     προκαλώντας τα νερά.

Ένα κορίτσι ανησυχεί τις σκέψεις μου και διακόπτει το σκοτάδι
     ξεκολλώντας από τον πηλό δεξιά. Βηματίζει γρήγορα και
     μπήγοντας, σαν φρέζα που σημαδεύει τρύπες για σπορά, τις
     φτέρνες του στην ξεραμένη άμμο.
Νομίζεις πως σύντομα θα χωνευτεί από κάποιο από τα φώτα
     του συνοικισμού.
Ανάβουν λες για χάρη του. Εκείνο όμως προσπερνά και
     χάνεται προς τη μεριά των βράχων πίσω από τη θάλασσα.






Είναι το κορίτσι σκυμμένο μέσα στην αγκαλιά του
     κι η αγκαλιά του που μελωδεί.
Αύγουστος.
Κλείνει τα χέρια, ανοίγει, και πάλι.
Χαμηλώνοντας και σηκώνοντας κάθε φορά το κεφάλι
    περιδιαβαίνει τις οδούς της μικρής της πόλης.
Μπροστά του, η μικρή της κόρη. Αγέννητη.
Πατάει τα πλήκτρα με τις λευκές της πουέντ. Εδώ, εκεί, ξανά.
Φωτεινή σκιά που καθέλκει τη φιγούρα.






Έπειτα μπήκε ο πατέρας
Παραμέρισε τα έπιπλα κι επέτρεψε στην αύρα από την πέρα
     θάλασσα να καθίσει στους τοίχους και τα πλακάκια
Κανείς δεν δέχτηκε να του συστηθεί Έμεινε απόμακρος και ασκεπής
Η χρυσόμυγα επέστρεψε και διαπέρασε τη συγκέντρωση των ρύπων
     με συνεχείς βορβορυγμούς
Κάθισε στο τραπέζι
Κανείς δεν είχε να την ταΐσει
Ο πατέρας έρχεται από την έρημο και τη θάλασσα σέρνοντας
     μιαν αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ (1)
Θα τα προσφέρει στη χρυσόμυγα.






(1) Αναφορά στο βιβλίο «Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ» του Ν. Ξυδάκη,
εκδ. Άγρα 2002.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό diPgeneration, τχ. 4, Μάιος 2019, εκδ. Μανδραγόρας.


Στην εικόνα: Isen'in Hoin Eishin (1775-1828) [(Manner of Emperor Huizong of Song (1082-1135)]: «Peach Blossom and Dove» [1816-1828 (Edo)].

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου