Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΟΣ
ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ·
ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ· 595
Μ.Χ.
Το
γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι
πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν
έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις
σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που
κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης
του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι
πληγή από φρικτό μαχαίρι.−
Τα
φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως,
που
κάμνουνε − για λίγο − να μη νιώθεται η πληγή.
1921
Κώστας Καρυωτάκης
ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ
ΑΙΩΝΩΝ
Από
θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν
άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται
οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος
η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι
Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των
Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα
εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα
στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Αν
έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και
αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η
Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας
όμως δεν ανιστορεί
και
το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους
στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα
εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα
στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Του
κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι
αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην
τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως
κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα
βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα
ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά
εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα
στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Και
κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος
άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την
έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα
στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»
Νηπενθή, 1921
Μανόλης Αναγνωστάκης
ΕΚΕΙ…
Εκεί
θα τα βρεις.
Κάποιο
κλειδί
Που
θα πάρεις
Μονάχα
εσύ που θα πάρεις
Και
θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’
ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’
ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα
τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι
καθρέφτες θα λάμψουν
Οι
γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί
θα τα βρεις
Κάπου
− απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’
τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες
στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα
ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα
μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα
θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά
τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα
τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα
σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’
ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι
εσύ θα πάρεις το κλειδί
Και
με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’
αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά
βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε
θα ξέρεις.
(Γιατί
η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά
ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Η συνέχεια, 1954
Μάρκος Μέσκος
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με
γέννησεν η φωτιά των άστρων μια νύχτα φιμωμένη.
Γονείς
δεν είχα ποτέ − αν είχα μάνα
δε
θα με καταλάβαινε ποτέ, αν είχα πατέρα
τα
μάτια μου δε θα τον αντίκριζαν ποτέ.
Ατσάλι
εντός μου και ποτάμια που μαλώναν
ζητώντας
τους δρόμους της θάλασσας
της
πιο γαλήνιας, της πιο άγριας, της ματωμένης
απ’
το κορμί μου, που κυλισμένο στις λάσπες
περνούσαν
πάνωθέ του τα καλοκαίρια κι οι παγωμένοι Γενάρηδες
κουβαλώντας
συλλογισμένοι το φέρετρο του παιδιού των
στην
αντίπερα όχθη της γης με τα λουλούδια...
Μίσησα
την ποίηση γιατί είκοσι τρία χρόνια
ντουφέκιζε
την καρδιά μου. Θεό δεν είχα
αγγέλους
μήτε, γέλιο ποτέ στα χείλη μου, χέρι
κάτασπρο
από αγάπη και ειλικρίνεια ποτέ
δε
μέρωσε τ’ άγριά μου μαλλιά − γι’ αυτό
και
δεν παντρεύτηκα.
Και
να σκεφτείς πως τόσα χρόνια
κατέβαζα
τη θυσία προβάροντας παπούτσια
στα
πέλματα των γυναικών.
Πριν από τον
θάνατο,
1958
Νίκος Καρούζος
Η ΠΟΙΗΣΗ
Κάτι
παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου
σαν
πέσει η νύχτα.
Ένα
πουλί ολάξαφνο
με
φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά
κ’ ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ
μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και
πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι
πτέρωμα να έχει
πώς
άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως
όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν
είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά
στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο
γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ
η ψυχή προσμένει
το
καινούριο μήνυμα του ήλιου
όπως
πάντα.
Όμως
τι
να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν
ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει
την ησυχία του δωματίου μου
και
το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ
νομίζω δεν θα μάθω
κ’
ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.
Ποιήματα, 1961
Χρίστος Λάσκαρης
ΔΕ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Σ’
ΕΝΑ ΧΑΡΤΙ
Δε
γράφονται τα ποιήματα σ’ ένα χαρτί·
ξεθάβονται
με
μιαν αξίνα τα μεσάνυχτα
αφήνοντας
κι
από ’να λάκκο.
Να
εμποδίζεις τις σκιές,
1982
Τάσος Λειβαδίτης
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ
«Θα
ξανάρθουμε;» ρώτησα. Ο άλλος κάτι είπε, αλλά δεν έφτασε ως εμένα – όμως ένιωσα
μέσα μου κάτι αλλόκοτο και γλυκό. Φυσούσε λίγο. Βράδυ.
Κι ίσως
ολόκληρη η ποίηση να είναι αυτή η απάντηση που δεν ακούστηκε και τη συμπλήρωνε
ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή ερημιά του φεγγαριού.
Τα
χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990
Γιώργης Παυλόπουλος
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Το
σπίτι της Ποίησης είναι ακατοίκητο.
Οι
ποιητές λείπουν πάντα έξω
γυρίζουν
εδώ κι εκεί μέσα στον κόσμο.
Κανείς
δεν ξέρει πώς περνούν
τις
μέρες και τις νύχτες τους.
Μυστήριο
η ζωή τους παραμένει.
Όμως
υπάρχουν τ’ αποτσίγαρα και τα χαρτιά.
Ποιοι
καπνίζουν τόσο πολλά τσιγάρα;
Ποιοι
γεμίζουν τόσο πολλά χαρτιά
σ’
αυτό το έρημο σπίτι;
Κανείς
δεν ξέρει.
Κάθε
πρωί μια ωραία γυναίκα
−λένε
πως είναι η ίδια η Ποίηση−
έρχεται
και βγάζει στο δρόμο τα σκουπίδια.
Καθαρίζει
το σπίτι και βάζει τα χαρτιά σε τάξη.
Να μην τους
ξεχάσω,
2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου