9
Η Καλλιθέα ήταν ένα χωριό απέναντι από την Προσοτσάνη.
Έμοιαζε σαν φίδι μακρουλό που ανέβαινε το βουνό. Είχε πολλά δέντρα και νερά
πολλά. Τα καλοκαίρια με το σόι πηγαίναμε σε ταβέρνες εκεί πάνω. Μέσα σ’ ένα
ρέμα υπήρχε ένα παλιό σπίτι που ήταν και νερόμυλος.
Πολύ παλιά έμενε εκεί η
γιαγιά με τον πρώτο της άντρα. Αυτός δεν γύρισε από τον πόλεμο της Αλβανίας και
η γιαγιά, αφού τον περίμενε πολύ και αυτός δεν ήρθε, παντρεύτηκε τον παππού
στην Προσοτσάνη που τη ζήτησε. Σ’ αυτό το νερόμυλο πηγαίναμε κάθε χρόνο να
μαζέψουμε τις καρυδιές.
Ένα βράδυ ανεβήκαμε στην
Καλλιθέα, όχι για ταβέρνα ούτε για καρύδια, αλλά γιατί πέθανε μια θεία της μαμάς
που ούτε την ήξερα. Παρκάραμε στα νερά κοντά και περπατήσαμε μέχρι ένα σπίτι
που ’χε σκάλες ξύλινες και πολλά παράθυρα στη σειρά.
Ανεβήκαμε τις σκάλες και
πάνω είχε κόσμο πολύ. Το δωμάτιο όπου ήταν η πεθαμένη θεία ήταν γεμάτο
γυναίκες. Μαζί μ’ αυτές έκατσε η μαμά. Στο σαλόνι που ήταν και σαν μπαλκόνι
κάθονταν οι άντρες.
Εκεί έβγαλε ένας τσιγάρο
κι έδωσε στον μπαμπά. Ο μπαμπάς κανονικά δεν κάπνιζε αλλά αυτό το κάπνισε και
πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Ζήτησα κι εγώ τσιγάρο, αλλά δεν μου δώσανε και
βάλανε τα γέλια, γι’ αυτό κι εγώ πήρα κρυφά ένα και το έβαλα στην τσέπη του
μπουφάν μαζί με τον αναπτήρα.
Εκεί οι άντρες δεν
μιλούσαν τούρκικα όπως στον Καλό Αγρό, αλλά ελληνικά και τα καταλάβαινα όλα.
Φύγαμε μετά τις δώδεκα και οι δικοί μου έλεγαν στους άλλους πως αύριο θα τα
πούνε στην εκκλησία.
Την άλλη μέρα στην
εκκλησία δεν ζήτησα να σηκώσω ξαπτέρυγο, γιατί ποτέ δεν σήκωνα σε δικό μας, και
η πεθαμένη ήταν θεία της μαμάς. Έκατσα σε μια καρέκλα, αλλά δεν έκατσα για πολύ.
Θυμήθηκα την καμπάνα και βγήκα να την ψάξω, να δω αν είναι σαν τη δικιά μας, όμως
δεν ήταν τελικά γιατί και η καμπάνα και το σκοινί ήταν απέξω και όχι μέσα στην
εκκλησία.
Μετά τα νεκροταφεία,
κάτσαμε σε μια αίθουσα για καφέ και είχε και κόλλυβα κι εκείνες τις ελιές από
σοκολάτα. Έκατσα πάλι μαζί με τους άντρες και μια κυρία μοίραζε τους καφέδες
και ρωτούσε σκέτο, μέτριο, γλυκό, κι όλοι οι άντρες έλεγαν σκέτο. Εγώ είπα
γλυκό και πάλι γελάσανε οι άντρες, μου δώσαν όμως τις ελιές τους από σοκολάτα.
Αφού τις έφαγα και γλυκάθηκα,
έβγαλα από την τσέπη του μπουφάν το τσιγάρο που ’χα κρύψει και το ’βαλα στο
στόμα μου όπως οι άντρες. Έβγαλα και τον αναπτήρα και το άναψα.
Με κοιτούσαν όλοι κι εγώ τους
είπα «Τι με κοιτάτε, οι άντρες στις κηδείες καπνίζουν».
23
Ο μπαμπάς μας είχε αγοράσει εμένα και τον αδερφό
μου δυο γουόκι-τόκι, αλλά έπαιζε κι αυτός, αλλά μόνος του, γιατί παλιά ήταν
ασυρματιστής στα καράβια, αλλά εμείς τότε δεν είχαμε γεννηθεί, γιατί δεν είχε
γνωρίσει τη μαμά.
Έπαιζε κι έλεγε κάτι τι-ρα-ρα,
ρα-τι-τι, τι-ρα-τι και τέτοια και χτυπούσε το κουμπί. Του ’λεγα να γράψει στο
γουόκι-τόκι με το κουμπί Κυριάκος, το όνομά μου, κι αυτός άρχιζε ρα και τι και
τι-ρα-ρα-ρα και ρα-τι… Αλλά μου φαινόταν πολύ δύσκολο και μεγάλο μέχρι να το
κάνει όλο αυτό.
Γελούσε και συνέχιζε τα
δικά του, μάλλον ταξίδευε με το μυαλό, όπως εγώ όταν έβλεπα αεροπλάνα στον αέρα
ψηλά και νόμιζα ότι αν σηκώσω το χέρι θα με δουν και θα κατέβουν στο χωριό να
με πάρουν. Ή όπως καθόμουν σε κάτι χωράφια και κοιτούσα το βουνό απέναντι και
νόμιζα ότι από πίσω του ακριβώς άρχιζε η θάλασσα της Καβάλας, αλλά δεν άρχιζε
καθόλου.
Ίσως έτσι κι ο μπαμπάς με
τα τι-ρα-τι συνέχιζε τα ταξίδια του, αλλά χωρίς να φεύγει από το χωριό, με το
γουόκι-τόκι στο χέρι, σαν σπουργίτι που κελαηδά τσιριτρό-τσιριτρά, αλλά χωρίς
φτερά, γιατί μάλλον θα θυμώναμε εμείς και η μαμά.
Με τον αδερφό μου βρήκαμε
ένα παιχνίδι με τα γουόκι-τόκι που δεν το ’ξερε ο μπαμπάς ούτε η μαμά το ’ξερε,
αν και μας έβλεπε. Τις Κυριακές όταν πηγαίναμε στα νεκροταφεία στη γιαγιά,
παίρναμε μαζί μας τα γουόκι-τόκι. Η μαμά καθάριζε τον τάφο κι εμείς σκορπίζαμε
στους άλλους τάφους, κρυβόμασταν και μιλούσαμε με τον αδερφό.
«Μαρία Στογιαννίδου,
πέθανε 69 ετών, όβερ».
«Στέλλα Κούρσογλου, πέθανε
87, κέρδισα, όβερ».
«Νικόλαος Βούλτσης, πέθανε
76 ετών, όβερ».
«Χαρίλαος Δαουλτζής,
πέθανε 55, όβερ».
«Έχασες, ένα-ένα, όβερ».
«Ολυμπία Κιλινκαρίδου,
πέθανε 12 ετών, όβερ».
«Ευτέρπη Πέτρου, πέθανε
105 ετών, κέρδισα, όβερ».
«Ένα-δύο, όβερ».
«Μιλτιάδης Κόντης, πέθανε
34 ετών, όβερ».
«Σωκράτης Αϊναζόγλου,
πέθανε 77, κέρδισα, όβερ».
«Ενα-τρία, όβερ».
«Κυριάκο, έλα εδώ, δεν
ξέρω τι ’ναι αυτό, όβερ».
«Τι;»
«Έλα στη βρύση, εκεί που
γεμίζουμε τα μπιτόνια για τη γιαγιά».
«Έρχομαι».
Πήγα κατά κει, τον βρήκα
πιο πέρα από τη βρύση, ανάμεσα σε δυο τάφους, να κοιτά ένα πολύ μικρό τάφο
ξύλινο, με το σταυρό πεσμένο, ξεφλουδισμένο, μια λαμαρίνα στο κέντρο να γράφει
«Αλεξάνδρα, δύο ημερών» και γύρω μια κουδουνίστρα, έναν κλόουν κι έναν Αγιοβασίλη,
όλα παλιά και βρώμικα.
Λίγες μέρες μετά ο μπαμπάς
έψαχνε τα γουόκι- τόκι. Δεν είπαμε τίποτα. Μας ρώτησε πού είναι τα γουόκι-τόκι.
Του είπαμε ότι τα χαρίσαμε σε μια κοπελίτσα. Ποια κοπελίτσα, μας ρώτησε. Όβερ,
του είπαμε και τρέξαμε στην παιδική χαρά.
Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο Σπίτι
Παιδιού όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι
ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και
το θάνατο − τα μάτια του είναι αθώα. Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των
μεγάλων, στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία,
παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα
συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι
που είναι οι συλλογικές ρίζες.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Σπίτι Παιδιού, αντίποδες 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου