κι ο έρως πάντα τυφλός;
κάτι
πρέπει να πρόλαβα να δω στην ένωσή μας
τυφλός
τώρα περιφέρομαι
στη
νύχτα που μου άφησες για κατοικίδιο
ψαχουλεύω
τα ερείπια της πιο ωραίας μας εποχής
κάποτε
βρίσκω
μια εκδοχή του σώματός σου
νωχελικά
αφημένη σε κενό του καναπέ
όπου
σου άρεσε να γαντζώνεσαι με νύχια αιλουροειδούς
εύκολη
λεία πάντα ήμουνα
εσύ
ανάτρεφες στοργικά τον βρυχηθμό σου
άλλοτε
πάλι ανιχνεύω
ανάγλυφη
απεικόνιση χειλιών
στο
ξύλινο πάτωμα
εκεί
που φλέγονταν καταστροφικά οι αντιστάσεις
τόσο
σκοτάδι μονάχα περασμένα χρώματα φιλοξενεί
συμβιβάζομαι
μ’ ένα μπαστούνι οδηγό
καμωμένο
από το τελευταίο τόξο που έφτιαξε το στόμα σου
ρίχνοντάς
μου το θανατηφόρο βέλος
οι
τυφλοί στα όνειρά τους
επιμηκύνουν
τα δάχτυλα
σκάβουν
την κολυμβήθρα Σιλωάμ
καταδύονται
στα
σκοτάδια του ο βυθός
κρύβει
τα χρώματά του
τραγούδια από σχολικές αυλές
πρώτα
καθίσαμε οκλαδόν
έτοιμοι
για τον μεγάλο κύκλο
από
άλλο όνειρο
ακουγότανε
μουσική φλογέρας
τα
παιδιά στις σχολικές τάξεις
μάθαιναν
να ντύνουν με μουσική
λύπες
που αναμένονταν
εμείς
περιμέναμε υπομονετικά
ένα
μαντίλι να καθίσει πίσω μας
σαν
πανί να μας σηκώσει για ορίζοντες
κι
ύστερα
«δεν
σου ’στειλα το μήλο και σ’ έχασα από φίλο»
αναγκαστικά
μεγαλώναμε
γονατίζοντας
ψηλαφούσαμε
ίχνη στο πάτωμα
ψάχναμε
μια δική μας ρίμα
προμετωπίδα
για όσα θα έπρεπε να ακολουθήσουν
κάποια
στιγμή σηκωνόμασταν απότομα
παρακινημένοι
από ανεπαίσθητο χτύπημα στην πλάτη
όρθιοι
πια
στο
ύψος της ανάγκης μας
αν
απλώναμε όσο έπρεπε τα χέρια
θα
μπορούσαμε να ακουμπήσουμε
τον
ώμο μιας άγνωστης ακόμα ευτυχίας
«δεν
σου ’στειλα το μήλο και σ’ έχασα από φίλο
μα
μ’ ένα πορτοκάλι
θα
σε κερδίσω πάλι»;
αν
πεις το ναι
τσίμπα
με
μην
είναι πάλι ψέμα
αμετανόητοι
αν
βλέπω γυρισμένη τη μορφή σου
τι
ακριβώς απομακρύνεται από το ωραίο
τι
δεν χαρίζεται
μα
επιλέγει συνεχή αναχώρηση;
απέναντι
ολόρθη μονάχα η θάλασσα
φεύγεις
για ταξίδι
ή
για πνιγμό
θέλω
να ξέρω
αν
πρέπει πλέον
να
ταξιδέψω σε άλλο πειρασμό
ή
τι
θα έχω αντισταθμιστικά να καταβυθίσω
στην
κόχη των δακρύων
επιβάλλεται
αλμυρή η μεταμέλεια
τρία
τέταρτα της θλίψης άνωση
ίσα
ίσα να νοστιμίζει
ό,τι
δεν φάγαμε
ό,τι
δεν ήπιαμε
σώμα
και αίμα που δεν μας μετέλαβε
παραμένουμε
αγνοί αμαρτωλοί
ευελπιστούμε
αμετανόητοι
ανεύρεση επιζώντων
θάλασσα
ξενιτεμού ο ύπνος
τα
βράδια γίνεται καθρέφτης
σου
επιστρέφει αμφιβολίες
Πυθία
με υδάτινο πρόσωπο
σε
καλεί να σκύψεις
να
πιεις στους χρησμούς της
ήξεις,
αφήξεις, ουκ εν ονείρω θνήξεις
ήξεις,
αφήξεις, ουκ, εν ονείρω θνήξεις
το
κόμμα μαχαίρι
ενίοτε
κινούμενη γυάλινη γέφυρα
περπατάς
στην κόψη
μετεωρίζεσαι
στο ενδεχόμενο
στον
πρώτο ήλιο
η
ανεύρεση επιζώντων
εισιτήριο
επαναπατρισμού
στο φρούριο του Ford Cortina
κλείνομαι
όλο και πιο μακριά απ’ την ανατροπή
είμαι
παιδί
ο
πατέρας έχει ακόμα το Ford Cortina
και
ξαφνικά πέφτω σαν μετεωρίτης στο παρόν
μια
ενήλικη κουκκίδα
μεταμόρφωση
μάγισσας νύχτας
χωράω
παντού
και
στον πιο ανεπαίσθητο φόβο
την
ώρα που περνάει η μαύρη λιμουζίνα
με
τα αδιάφανα τζάμια
τα
διαφανή σώματα
τόσο
όσο να αποκαλύπτεται
η
δυσλειτουργία της καρδιάς
προλαβαίνω
να
κλειδωθώ στο Ford Cortina
μην
είναι πάλι εισβολή;
και
μήπως καίγονται ξανά οι πορτοκαλιές
που
έχτιζαν ευωδιαστά
τα
τείχη γύρω από το σπίτι μας;
ρωτάει
το εκκρεμές στα μάτια
καθώς
πηγαινοέρχεται
ανάμεσα
σε χρόνια και στιγμή
πες
μου πως είναι οι γελοίες φοβίες ενός ενήλικα
πατέρα
κι
υπόσχομαι να συνεχίσω να γερνάω αξιοπρεπώς
Από
τη συλλογή «REM», εκδ. Μανδραγόρας, 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου