Στο Σαρίκαβακ είχαμε δέκα στρέμματα. Δεξιά δέντρα,
ζερβά ξηροπόταμο. Κάπου εκεί κάναμε τη λάκκα. Ρίξαμε χώμα, άχυρο, νερό και δώσ’
του ανακάτεμα. Πήραμε το καλούπι, γεμίσαμε δεκάδες, καμιά κατοσταριά. Δυο βδομάδες
στον ήλιο, ξέραμα σφιχτό κι έτοιμα τα κερπίτσια. Έτσι χτίσαμε το στάβλο. Το ’να
’πά στ’ άλλο και στη μέση λάσπη. Η στέγη καλαμωτή, σάλιο καδρονάκι και πάνω
κεραμίδι απ’ το Εσκήκιοϊ. Κρεμάσαμε και μια πλεξούδα σκόρδα. Βάλαμε τ’ άλογο,
τα βόδια και τις κότες. Το πρώτο βράδυ ούτε φωνή τα ζωντανά. Ζαλίστηκαν στην
κοπριά τους. Όνειρα βλέπανε, γελούσε η μουσούδα. Οι κότες καμάρωναν στ’ αυγά τους.
Κάνω να βγάλω το πρωί τα βόδια, χουζουρεμένα αυτά, παραπατάν. Τρεις κότες
λιώμα, οι άλλες να πετάν στη μούρη του αλόγου. Σηκώνεται αυτό, κάτω ο ένας τοίχος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, γκρέμισαν όλα. Τα ’σφαξα σε μια μέρα. Την επομένη ήρθαν οι
Έλληνες. Κατατάχτηκα.
∙ ∙ ∙
Κερπίτσι
Κιρπίτς
Πλίθος
Πλίθα
Πλιθί
Πλιθάρι
Πλίθρα
Σπλίθρα
Σπλιθάρι
− τούβλο πήγαινες,
κερπίτσι γύριζες.
∙ ∙ ∙
Γεννήθηκα στη Γούζουλου το ’13, στα χαρτιά μ’
είχαν το ’15, μη ρωτάς γιατί. Το ’22 φτάσαμε μισοί στη Ραβίκα, δίπλα μια πόλη
Δράμα τηνε λέγανε, δεν ρωτήσαμε πολλά. Δυο βόδια είχαμε χαράμι, τσαλαβουτούσαμε
στην κοπριά. Παντρεύτηκα το ’31, κάναμε κει ένα παλιόσπιτο, βάλαμε και καλάμι,
γεννοβολούσε η κυρά, δεν ρωτούσε κι αυτή. Τις κότες τις είχαμε στο δωμάτιο,
κατάπιε το στερνοπαίδι πούπουλο, πνίγηκε, το θάψαμε στον κήπο.
Στο καφενείο δεν πήγαινα
συχνά. Πρέφα δεν έπαιζα ούτε χαρμάνιαζα εγώ. Εκκλησία δεν, να μεταλάβω ούτε.
Και να ρωτήσεις, δεν ξέρω θα σου πω. Στην Αλβανία έβγαλα τ’ άχτι μου. Το χιόνι
το ’ξερα καλά, όπως τα πουρνάρια. Δεν είχα πρόβλημα, σκότωνα με τον οκά. Σαν
πίσω γύρισα, να σου κι οι Βούλγαροι. Ξεράθηκε η υπομονή, παίρνω μπαλτά, τρεις
έφαγα στην πόρτα. Τι το ’θελα, μου ’κάψαν την κυρά μαζί και τα παιδιά.
Νύχτα ανέβηκα Παγγαίο, με
ντύσανε παπά. Τράβηξα για το Όρος, πέντε χειμώνες έβγαλα εκεί. Δεν με ρωτούσαν
κι εγώ δεν έβγαζα μιλιά. Όταν βαρέθηκα, πήρα κει κάτι χρυσά, για προίκα, είπα,
του Θεού, μ’ αυτά πέρασα στην Κρήτη. Λιγομεριάζω τώρα, γι’ αυτό ήρθα εδώ. Τα
κόκαλα να πάρω απ’ τον κήπο, της μικρής.
∙ ∙ ∙
−κόκαλο με κόκαλο,
συγγενόπιστη
ραχοκοκαλιά.
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Δραμάιλο», Αντίποδες,
2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου