Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Έκτωρ Κακναβάτος, "Η κλίμακα του λίθου"




1.


Αφότου ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι
ξέρα ο νους η ουλή βυθός
μόνο εσύ ω ποίηση
έμεινε να φέγγεις
μεσ’ από βράχο διάφανο
το μόνο πλοίο





10.


Ποιος για το συμβάν θα πει του λίθου
το ίζημα λέω τ’ αχνάρι μου
στην ίδια φλέβα χυμένο με το φως
το καθημερινό μου σκύρο
η φρέσκια οργή
χιλιάδες χρόνια ανέβαινε με το μεδούλι
λάβα τη λάβα σ’ έλατου κορφή
λίθο το λίθο ώς το σύννεφο
το πώς από σκούρα τύρφη αναδύθηκα
αν το ξέρεις δίδυμή μου αστραπή
σε μια κλιτύ αν ασκητεύει με τις ρίγανες
αν στίλβει απλησίαστο
όταν στη θάλασσα βαθιά καίονται τ’ άστρα
το πώς ιερουργείς στο άδυτο αρχιερέα χρόνε
ποιος θα το πει





15.


Θυμάμαι τις πιο μάχιμες γενεές του άργιλου
να πέφτουν θερισμένες στ’ οχυρό του λίθου
την όραση να χυμάει στο δρυμό ελάφι
η νύχτα ένα μαμούθ φράζει την είσοδο
σκούρες οι χούφτες των προγόνων
μόλις που πρόφταιναν το εκμαγείο σου
αυτό που ακόμα έχω πρόσωπο
τελευταίος ο ιδρώτας πάνω τους επάγωνε άσπρος
κι ο χώρος άνοιγε στην επαφή σαν αχιβάδα





20.


Τη χαρακιά που ’χεις στα πετρένια μάγουλα
λέω πού τάχα να κατάγεται
εξοστρακίστηκε που σ’ άγγισε η αστροφεγγιά
κ’ είναι τα μάρμαρα αιματιά για πάντα
η σάρκα σου ένας έμφυτος επίδεσμος

πώς θα αναστρέψεις την οργή σου σε γλυκόριζα
πώς για ταφή θα παραδώσεις την ερώτηση
έναν πνεύμονα απόκρημνο
την καταιγίδα που ανάθρεψες
με ουρανό φαρμάκι





22.


Με κοιτάζεις ένα φτερό που εντός μου λάμνει
ένα σήμα κινδύνου μ’ ακούς
σαν φράγμα που έσπασε
και τα νερά κατεβαίνουν
σαν είδηση με σκέφτεσαι
που λιώνει τα νεφρά
σαν κοπετός μέσα στο αίμα

όταν το μάρμαρο θερίζει τον ήλιο

μ’ άγγιξες μ’ ένα λυγμό απ’ τον αιγόκερω
όπως ένας όλεθρος από ατρείδες
πώς λοιπόν μπορεί να μην είσαι φώς;





25.


Τώρα που μόλις άνθισε σα φουντουκιά
ένας πανάρχαιος νοτιάς
κλεισμένος σε πιθάρια από τον μίνωα
με κριθάρι χάλκινο
κούπες χρυσές
ζωστήρες
ενώτια
πώς μπορεί τώρα που ο χάρτης συμπληρώθηκε
να ’ναι η φωνή σου ένα νησί
το χέρι σου ένας γλάρος ν’ ασκητεύει;





27.


Μ’ όλο που ο γόος εκείνος
θηλυκώθηκε με τους ρεζέδες
με τα πόμολα
την υγρασία στο πάτωμα
τ’ αρχαία ξύλα

μ’ όλο που στο πρώτο άγγιγμα
σαν πολυέλαιος θα πει
τη νότα εκείνη τη βαθιά
κ’ είναι σαν τη γλυκιά ροδιά η ψυχή
η θύμηση γαλέρα βυθισμένη
κι ο γόος εκείνος πάλι
όχι άλλη ταρίχευση είπες

εδώ και μπρος μόνο ταλάντωση είναι ο χρόνος
ξεχάστε πια το θάνατο είπες





Από τη συλλογή: «Η κλίμακα του λίθου» (1964).
Πηγή: «Έκτωρ Κακναβάτος - Ποιήματα 1943-1987», Εκδόσεις Άγρα, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου