Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Χώμα με χώμα η μάχη"




απόκληρος


το βράδυ βγαίνω τριγυρνώ στους άδειους δρόμους
κάποιο αδέσποτο σκυλί με ακολουθεί
ο χάρος το ’στειλε κοντά; και ξεμακραίνω
γύρω λιμνάζουν οι φωνές κεκοιμημένων
γύρω σκιές που μ’ αλαφιάζουν στις γωνιές
στεγνή κι η στέρνα της πλατείας −να πηδήξω;
τόσα παράθυρα κλειστά κι εγώ πού πάω
σκούρα τα βρίσκω όσο επιστρέφω σ’ εποχές

κ’ ύστερα τρέχοντας κλειδώνομαι στο σπίτι
απ’ όπου βέβαια δεν ξέφυγα παρά
να επισημάνω σ’ έν’ ακόμα ποίημά μου

ότι ο κόσμος σας με αρνήθηκε ξανά!


[περ. η Παρέμβαση]





θ’ ανατείλεις ξανά


μια οθόνη τα μάτια σου θερινού σινεμά
μια αλάνα σπαρμένη με βρώμικους βώλους
(δες ο ψίθυρος στίχος τη φωνή σου πώς άντεξε
λίγη χλόη και φύτρωνες στην ακλόνητη πίστη
− α η ανάσα σου φίλε πολύ με τυράννησε)

μια οθόνη τα μάτια σου να προβάλουν το φόβο
του θανάτου ενδεχόμενα ν’ απειλούν την αλάνα
− το παιδί που υπήρξα μην πιστέψεις πως χάθηκε

μεγαλώνει η απόσταση και πετρώνει ο χρόνος
στην καρδιά μου στηρίχτηκε προαιώνιος εχθρός
παγωμένο το αίμα μου άλλα πάλι σού γράφω

νοτισμένο το χώμα μου
θ’ ανατείλεις ξανά!


[με τον τρόπο του Αινεία, 1986]





ονομάζω τη θλίψη


όλα ήσαν θλιβερά σ’ αυτό το σπίτι
η σκονισμένη δυτική αυλή αρχικά
οι ραχλιασμένες μέσα κάμαρες
ο υποτυπώδης πάντα φωτισμός
τα ποταπά ρηχά τα ξεφτισμένα

και μόνο ο άγγελος ζωγράφιζε
−ιδίως τις δύσκολες τις νύχτες−
μία λάμψη στο τυφλό παράθυρο
σαν ξεχασμένο φέρετρο του λόγου
μια βίαιη σπίθα που συχνά μπορεί

και ποίημα να την πείτε τη ζωή μου!


[περ. Εντευκτήριο]





ονομάτων πληγές (η)


σφηνωμένα στα πόρτα τα πλοία μου
πυρπολούν τις ελπίδες τους
βιδωμένος σε φλόγες αδούλωτες
βλέπω πως:

μένει μόνο η ζωή καραβόπανο
σημαδεύει η αρμύρα της θάλασσας
πόσο λίγο ταξίδεψα −

πόσο μάταια με κρύβει
των χεριών μου το μπάλωμα!


[τα επόμενα πένθη, 1997]





το δάνειο της πέτρας


είχες να μου χτυπήσεις χρόνια Ναζωραίε
πέρασε μέσα το σκαμνί σε περιμένει
τι να σου ειπώ πώς γίνηκεν εδώ; ήδη
καλά τα ξέρεις τρέχουν λοιπόν αχλύ
τα βλέφαρα χαλάλισα στα όνειρά μου
του Χάρου τη χαρά δέσμιος διάγω
δές με πως γονατίζω σου μπροστά
                                                           έλα·
και με χαμόγελο πάρε μου το κεφάλι

(ξυπόλυσεν όλο το έλεός σου εν σιωπή
τη λύπη γλύκανε που πελεκάω στο ποίημα)

σ’ ανήφορου σκυφτή μια ράχη η υποταγή
θα σ’ ακουμπά: όχι γι’ αυτήν Θεάνθρωπε
                                                            − μα κοίταξε
να χτίσεις το ταχύτερον του δούλου σου ναό

τόσα ζεμπίλια ξόφλησα αντεκδικήσεις πέτρες!


[ανέκδοτο]





Πηγή: «Κώστας Θ. Ριζάκης, χώμα με χώμα η μάχη. Επιλεγμένα ποιήματα 1985-2018».
Επιλογή & επίμετρο Πέτρος Γκολίτσης. Εκδ. Ρώμη, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου