Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Νίκος Μυλόπουλος, "Ο κλήρος του ανεκπλήρωτου"




ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΑΡΤΑΕΤΩΝ


Αναστροφής διέγερση στην γιορτή των χαρταετών
Εκμυστηρεύσεις μνήμης σε εσπερινό απόπλου.
Ύστερα ξεβράζει το στόμα ντροπή αλλαγής αισθημάτων
Ισορροπία φαντασίωσης και αξημέρωτο μέλλον εγγύς.
Θρυμματίζοντας οριστικά το ανθογυάλι των κρίσεων
Ανάπηρα σε κουπαστές και πηγάδια φτερουγίζουμε όνειρα
Με ανάσες πουλιών ανύποπτων αντί για μάτια
Λέξεις νεκρές και φύλλα κίτρινα για πρόσχημα.

Βαρύτητα νηφάλια ευωδιάζουν μνήμες υδρορροές
Βροχή τώρα σιωπής
Λύτρωσης πικροδάφνες στο προσήλιο.





ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙΡΟΣ


Η νύχτα κύλησε σαν κέρμα
Πλανόδιοι έρωτες κι αξόδευτα τη συνόδευσαν πάθη
Σε τροχιές κυκλικές αγεφύρωτες δειλά χτυποκάρδια
Κι η υδρόγειος να γυρίζει ασθμαίνουσα
Από νόμους ασήκωτους στην τροχιά της ερήμωσης.
Μικρός καιρός για αβάσταχτα όνειρα σε σφαγεία αγάπης
Και μόνο οι στάσεις να αναβάλλουν το αναπόφευκτο.
Ντυμένοι ενσυνείδητα με πλοκάμια ελιάς και φύλλα δάφνης
Πυροδοτούμε στο θρόισμα του κενού το επερχόμενο
Τους τελευταίους ξηλώνοντας ολοσχερώς λεπτοδείκτες.





ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ


Από τα στόματα κυλούν ψίθυροι μαύροι
Καθώς τα όνειρα στερεύουν από χρόνια
Πρωτότοκο γυρεύοντας λουλούδι
Το ανάξιο να στολίσει παρελθόν μας.
Ο ουρανός ανεμοστρόβιλος λαθών
Ψαρεύει μόνος πια τη γλώσσα των μίμων
Τα χείλη φέτες καρπουζιού ζητιανεύουν φιλί
Μιαν έκλειψη σκοτώνοντας λύπης που ποτέ δεν ξεκίνησε

Αδειάζει ο σταθμός από κορμιά και τρένα.
Τα ρολόγια μόνο καρτερούν τα επόμενα.
Η έλξη για ατέλεια εισιτήριο στη μετάβαση.

Πάντως το ξημέρωμα θα φτάσει ανυπερθέτως.





ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΑ ΔΑΝΕΙΑ


Λεκτικές εκτοξεύοντας παρορμήσεις από τις στοματικές μας υποθήκες
Μας παρέσερνε η γη ανάσκελα στο κρεβάτι της
Γιατί η βροχή αργούσε κι αμήχανος με αμέτρητες αποχρώσεις ο χρόνος
Φόρτωνε σακιά γεμάτα επωμίδες.
Τα σώματα μεσήλικες βλαστοί χωρίς ευλυγισία
Σε αρχαία παρέπεμπαν χειρόγραφα ανιστόρητης σιωπής.
Με ασετιλίνη αλείφοντας τότε τα μακρόπνοα δάχτυλα, πλησιάζαμε,
Η έκρηξη μανιτάρι δίχως δηλητήριο
Τροφή χρήσιμη για άλλη μία χαμένη διέγερση
Και άμετρη ερωτική αιχμαλωσία.
Αόμματοι ένορκοι κουνούσαν μηχανικά τα υπέρμετρα χείλη τους
Στην προσπάθεια να δώσουν τότε έμφαση σε ετυμηγορία ψευδή.

Λείανέ με λοιπόν με το καυτό κοπίδι της ανάσας σου
Ροκάνισε ό,τι εξέχει απ’ τη ζωή μου προτού απαιτήσουν
Τα σώματα πίσω, όσα υλικά τους μας στιγμάτισαν.





Από τη συλλογή «Ο κλήρος του ανεκπλήρωτου», Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου