ΠΑΡΙΣ
οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν
ΙΛΙΑΔΑ, Γ 442
Τους
πήρε ο ύπνος γυμνούς
και
ήταν όλη μες στην αγκαλιά του.
Ποτέ
άλλοτε δεν την πόθησε τόσο πολύ.
Μόνον
όταν τον άγγιξε ο Θάνατος.
Χάμω
στο πάτωμα τα διάφανα πέπλα της
και
δίπλα η τρυπημένη ασπίδα του.
Απ’
τα καράβια των Αχαιών ανέβαινε τώρα
η
σκοτεινή βοή που θ’ αφάνιζε την Τροία.
Και
μέσα στην καταχνιά της κάμαρης
η
Αφροδίτη, γριά σκεφτική, να τους κοιτάζει.
ΤΟ
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
Η
σκάλα που ανεβήκαμε μια νύχτα στο σκοτάδι
ο
έρημος διάδρομος κι η σιωπή
το
άγνωστο διαμέρισμα που μπαίναμε πρώτη φορά
−
μας είχαν δώσει το κλειδί −
κι
ο έρωτας κρυφά για λίγες ώρες.
Μετά
από τόσα χρόνια, τόσες κατεδαφίσεις
ακόμη
ψάχνω να βρώ
πού
ήταν εκείνο το σπίτι.
ΠΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;
Στον Μιχάλη Πιερή
Πού
είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι
και λιάροι κι αητομάχια
συκοφάγοι
και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι
και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες
και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι
και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες
και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες
και σηκονούρες κι ασπροκώλια
μπεκανότα
και δοδόνες και κωλοτριβιδόνες
ξυλοτρούπηδες
και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες
και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια
κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια
και μυγούδια και σπίνοι;
Πού
είναι ο Κοκκινολαίμης;
Πού
είναι τα παπιά;
Κρινέλια
και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες
και μπάλιζες και σουγλοκώλια
γερατζούλια
και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι
και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες
και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού
είναι ο Μολοχτός κι ο Πάπουζας;
Η
Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;
Πού
είναι
οι
συκοπούλες, οι βουλγάρες κι οι σιταρήθρες
τα
βατοπούλια, τα κουφαηδόνια κι οι αερογάμηδες
οι
φάσες και οι σπαθομύτες
τα
κιρκινέζια κι οι χαλκοκουρούνες;
Πού
είναι
ο
μπούφος, ο χουχουλόγιωργας κι ο κούκος
ο
νυχτοκόρακας, ο γκιώνης κι ο καράπαπας;
Πού
είναι
τα
ξεφτέρια, τα γεράκια και οι αετοί;
Πού
είναι ο Ντρένιος, ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού
είναι οι Μαυροσκούφηδες;
Η
ΛΑΜΠΑ
Το
μικρό μου ακαθόριστο δωμάτιο
μετατοπιζόταν
μέσα στη νύχτα
καθώς
φύσαγε δαιμονισμένα
κι
από το ανοιχτό παράθυρο
έβλεπα
κάτω από τον ουρανό
μια
κρεμαστή πελώρια λάμπα
να
τη σαλεύει ο άνεμος στο χάος.
Φωτίζοντας
ξαφνικά λησμονημένα τοπία
το
σπίτι μας που δεν υπάρχει πια
το
γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου
τον
τοίχο που τους εκτελέσανε
το
άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα
το
κοιμητήριο στην πλαγιά
την
πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω
και
γωνία Ροδεσίας και Αλφειού
την Άνθεια να περιμένει μέσα στη βροχή.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
je suis l’ autre
GÉRARD
DE NERVAL
Υπάρχει
ο έρωτας πάντα στα ποιήματα.
Και
μονάχα στον έρωτα
ακούς
τη φωνή σου μέσα στου άλλου τη φωνή
ακούς
του άλλου τη φωνή μέσα στη φωνή σου.
Γι’
αυτό στα ποιήματα δεν είσαι εσύ.
Εσύ
είσαι ο άλλος και ο άλλος είσαι εσύ.
Και
η φωνή μία.
Είσαι
εσύ και ο άλλος σε μια φωνή
που
θ’ ακούγεται πάντα στα ποιήματα.
Αυτά
που έγραψες και τ’ άλλα
που
δε θα γράψεις ποτέ και θα μένουν για σένα
μια
δυνατότητα του έρωτα
μέσα
στη φρίκη και στη θλίψη
και
στο μηδέν του κόσμου.
Από
τη συλλογή «Πού είναι τα πουλιά;» (2004).
Πηγή:
«Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα (1943-2008)», εκδ. Κίχλη, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου