Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Βασίλης Κοκκώνης, "Δύο ποιήματα"




ΠΩΛΗΣΗ ΕΑΥΤΟΥ


Τόση η άνοιξη,
που σαν έφτασε το θέρος δεν βρήκα σκιά να κρυφτώ.
Με τα μάτια πεταλούδας πλανήθηκα στον κάμπο
και είδα τόσο μικρή τη ζωή μου,
που λύτρωση βρήκα στην ομορφιά και κοκκίνισα.
Το πρώτο φιλί έδωσα ξανά
κάτω απ’ τα λεπτοφυή φύλλα μιας παπαρούνας
και είπα “Θεέ μου… ας κρατήσει για πάντα”.
Μα δεν μου έφτασε.
Έτσι γύρισα το βλέμμα σε μια χούφτα ουρανό και γαλήνεψα.
Πραγματικά, εκεί που φτάνει ο ουρανός πουλήθηκα.
Κι αφορμή μεγαλύτερη… δεν ξαναβρήκα.





Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Την έσφιξα την ομορφιά στο στήθος,
όπως το σύννεφο σφίγγει στην χούφτα τον ορίζοντα
κι απ’ την άκρα συγκίνηση ποτίζεται ο κάμπος.
Την τίμησα στο βλέμμα, στην ανάσα,
ώς τη θάλασσα κι ανέβηκα,
ως ο Χριστός εβάδισα στο κύμα,
για να πειστεί το σώμα πως το άφταστο,
ζήτημα είναι θάρρους και τιμής
και πως τα μάτια, σε μάτια άλλα επάνω πάντα ταξιδεύουν.
Καθισμένος σε δέντρα βορεινά, τη δύση ατένισα
και στη γλυκύτητα των χρωμάτων σαν έπεσε το φως,
το δάκρυ μου απέθεσα.
Απ’ το ελάχιστο έχτισα σπιτικό
και με το ελάχιστο, στον κόσμο όλο ταξίδεψα.
Σε τοπίο κενό το χαμόγελο λευτέρωσα
και με τρόπο απλό τον παράδεισο έστησα.
Κι έτσι έζησα επάνω στης ωραιότητας το φως
και στου τίποτα την ελευθερία
μέσα σε σώμα που βαφτίστηκε κάποτε βροτό
και που μα την πίστη μου,
σαν το απαρνήθηκα,
γίνηκε αθάνατο.


Βασίλης Κοκκώνης




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Claude Monet, ''Femme à l'ombrelle tournée vers la gauche'', (1886).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου