ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΝΟΙΞΕΤΕ
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως
δεν είναι
τόσο
ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να
καθίσουν στον
ώμο
τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν
τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’
ένα άδειο
πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα
άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα
μικρό
φανάρι
που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες
τρεις άσπρες
κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις
χάρτινες
κορώνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά
δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα
χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα
γεράκια.
μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ
Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια
της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης
άστρων
μικρότερου
μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην
άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες
παιδικής γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης
θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον
πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου
κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του
κουναβιού και καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του
υδροφράγματος
Και μείγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που
πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου
κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του
χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του
τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ' τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών
όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει
κατακόρυφα
Με πλάτη υδράργυρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας
βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά
σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγονιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και
αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του
παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης
βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη
φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από
τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα
της γης και της φωτιάς.
μτφρ. Νάνος Βαλαωρίτης
Από
το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης. Από τον
Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Καστανιώτης, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου