ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΕΝ ΚΕΝΩ
Λέξεις, έξεις, στο κενό
μ’ έχουν κρεμασμένη απ’
τον ιστό
πανάκι της οδύνης που
αρμενίζω
με τα μικρά αιμάτινα
ξέφτια
παραδομένα αθύρματα του
Μάρτη
που αποφάσισε άγρια
να βγάλει τα τσιρότα
να σπείρει ρίγη
να ζώσει δέρμα
τσαλακωμένο
σμυριδόχαρτο.
Ναι, σας ευχαριστώ
που με σκεφτόσαστε
ενίοτε·
αποκτώ σχήμα τότε
εγώ η λαθραία,
μια κάποια επιθυμία
να μ’ επιθυμείτε.
Αποσύρομαι τώρα
στον σιωπηρό γυναικωνίτη
για να σύρω μια
μισοσπασμένη, αμφίβια σαΐτα
στον αργαλειό που
βούλιαξε
κι έβγαλε ρίζες
ο πάτος μιας επιθυμίας
απρόκλητα υγρής.
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
Έλα να κοιμηθούμε τις
αντιφάσεις μας:
θα είναι βάπτισμα
στην απόλυτη
σχετικότητα.
Έλα να ντυθούμε τα θολά
μας
περι γράμματα.
Λεξικοποιούμε τους
ρόλους μας
αφού δεν μπορούμε να
τους ζήσουμε
με το σώμα μας.
Όταν θα πεθάνουν τα
ποιήματα
όταν θα σκοτωθούν οι
ήρωες των βιβλίων σου
– θα γίνει το αδύνατο,
θα δεις −
εσύ, αγάπη μου, δε θα ’χεις
πια ζωή να ζήσεις.
(Από την ενότητα: «Ο
έρως έχει ύπαρξη»)
I.
Μην με ταράζετε, του έγραφε,
για να επαναβεβαιώσετε την κυριαρχία σας πάνω μου. Είμαι ένα μετόχι που το
πάτησαν οι αυθεντίες του πατέρα, του αδερφού, του εργοδότη, του κυβερνήτη. Σας παρέδωσα
το πιο ατόφιο κομμάτι μου, το λίγο το δικό μου κι εσείς ζωστήκατε τα πυρομαχικά
και το κάνατε πεδίο μάχης. Πηγαίνετε τώρα με τη δίδυμη καραμπίνα σας για άλλα θηράματα,
το αίμα είναι πάντα το ίδιο αλλά ποτέ αρκετό. Εγώ θα ζωστώ τη σιωπή των νεκρών·
έτσι λένε αυτοί που δεν ξέρουν. Όποιος έχει πεθάνει μια φορά, ξέρει ότι στα μνήματα
μιλούν την άρρητη γλώσσα της αλήθειας.
Χ.
Μη μου εξηγείτε το
φεγγάρι, του έγραφε. Αφήστε με να το βλέπω σα μια οπή φωτός που οξειδώνει το
μαύρο. Μόνο να μου χαρίζετε τις άλλες σας τις λέξεις, να τις κοιμάμαι στα
εφεδρικά κρεβάτια που δεν κατάφεραν ποτέ να με κρατήσουν. Να μου ψιθυρίζετε τις
ρίμες σας, σα να φυσάτε στον κοχλία του αυτιού. Και να μου δίνετε σπάταλα τη
ζωή, τόσο ωραία αφηγημένη· αυτά είναι η δική μου πανσέληνος που διαβρώνει τα
ερέβη της μοναξιάς.
(Από την ενότητα: «Silentium amoris»)
ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Κάθε μέρα αποζητώ
τη γεύση του κορμιού
σου.
Κάθε ανάσα μου ψάχνει
μονιά
στη λόχμη του λαιμού
σου.
Όλα τα σ’ αγαπώ μου τάματα
στα εύσαρκά σου χείλη.
Το σκονισμένο μου
γραφείο
η απόγνωση του αγέννητου
παιδιού
οι βαλίτσες στη έξοδο
κινδύνου
θαμπώνουν στο ξέφωτο της
αγκαλιάς σου.
Πώς να μην σ’ αγαπώ;
Είναι ο μόνος τρόπος
πια
για να υπάρχω.
ΓΕΝΕΣΙΣ
Να καθαρίσω αυτά τα
μάτια
απ’ τα παλίμψηστα
που χάλασαν τα χρώματα
απ’ τα κορμιά που τα ’καψαν
με τη μοναχική παραφορά τους.
Να ξαναδώ το ελάχιστο
ν’ ανασυντεθώ στο μηδέν
κι ύστερα να σε
δημιουργήσω.
(Από την ενότητα: «Λιβιδώ»)
Από τη συλλογή «Ανταλλακτήριο
ηδονών», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου