TO ΦΕΥΓΑΛΕΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ
Κάθε πρωί
ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά ενός κόσμου που βασίλεψα μέσα στ’ όνειρο,
οι μύγες
τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο να έχουν μόλις πληροφορηθεί
οι φτωχοί
όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν στο βάθος του καπέλου τους σα να ’ναι εκεί
προφυλαγμένη η αληθινή τους ζωή
πρόσωπα
λησμονημένα που δε θέλουν να πεθάνουν
τοπία
εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά
θυμάμαι,
παιδί, τα τζιτζίκια ή τις μέλισσες κι ύστερα τους χαμένους συντρόφους εδώ κι
εκεί
κάποτε
πιάναμε φιλίες με το άγνωστο πίσω απ’ τον καναπέ
αργότερα
έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα για ν’ αντικρίσεις όλο το
ανεπίστρεπτο
κι αυτή η
αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά, ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν
γίνει στάχτη – ίσως αυτό είναι ο Θεός
οι
αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία
η
ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους
μαντίλια
αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος – ποιός φεύγει; τι σημασία έχει,
η μητέρα
κι ο πατέρας πέθαναν, τ’ αδέρφια πέθαναν, περάσαν τα χρόνια – ούτε τα
φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται πια,
λοιπόν,
γιατί απορείτε που βιάζομαι; είναι μια γνωριμία από μιαν άλλη ζωή και τρέχω να
την ξαναβρώ,
στον
καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα που το ’χουμε ξεχάσει – αλλά φοβόμαστε τον ύπνο
ο νέος που
υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες
κι άλλοτε «θα
χιονίζει στη Σιβηρία» σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε – λάθος, γιατί
εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω
η ζωή μας
στη διάθεση των άλλων σαν την επιγραφή ενός τάφου
αλλά όταν
εν’ αστέρι πέφτει το βράδυ, φέρνει ειδήσεις στα παιδιά
ή όταν
φεύγουν τα πουλιά το φθινόπωρο, ποιος θα χτυπήσει φιλικά στον ώμο το
φυλακισμένο
και συχνά
τις νύχτες οι νεκροί σύντροφοι παραμερίζουν με κόπο τη λήθη για να μου στείλουν
λίγα δάκρυα,
κόσμος μικρόψυχος
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται –
ο ήχος
ενός σφυριού την ώρα που βραδιάζει, η μυρουδιά ενός μουσκεμένου κήπου, κάποιος
περαστικός – πράγματα απόμακρα ή ξένα που κάποτε θα τα θυμηθείς με πόνο
κι αυτή η
μυστική εύνοια που σου χαρίζεται όταν σ’ έχουν όλοι εγκαταλείψει
λοιπόν,
ποιος είμαι; ποιος είσαι; καιρός να γνωριστούμε καλύτερα – ένα καμπαναριό
φεύγει μες στα σύννεφα
ω, ας μην τελειώσει
αυτή η νύχτα που διαβαίνω – που διαβαίνω ανυπεράσπιστος κι ωραίος...
ΑΝΤΙΟ
Κάποτε μια
νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι
κλειδούχοι θα ’χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ’ τα παιδικά
μας πρωινά
κανείς δεν
έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα
που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν
οι
σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι;
γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν
νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας
για κάτι πιο μακρινό
κι ο
αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε
σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα
τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ…
Από τη συλλογή «Βιολέτες
για μια εποχή», (1985)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου