τους απαράμιλλους στίχους
τους έγραψες εσύ
έφηβη όταν δούλεψες καπνεργάτρια
για να πληρώσεις το ψωμί και το βιβλίο σου
τους απαράμιλλους στίχους
και πάλι εσύ τους γράφεις
στα δικόγραφα και τις γυμνές αίθουσες
τους απαγγέλλεις με πεντακάθαρη φωνή
μπροστά σ’ εκείνους που δικάζουν τα παιδιά
για τις εφημερίδες, τα χουνιά και τις αφίσες
σφίγγω συντροφικά το χέρι σου
μοιράζομαι μ’ ευγνωμοσύνη το φορτίο
ποιήτρια της καθημερινής ζωής
λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο
ένα όνειρο του φανοστάτη πάνω απ’ τη θάλασσα
εκεί που ο δρόμος μόλις άρχισε
εκεί που κάνει η δίψα το αδύνατο ν’ ανθίσει
εκεί που η προσμονή θαμπά φωτίζει
χιλιάδες μυστικά και θαύματα
ξύπνησες πλάι μου
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
με τις οικείες κινήσεις των χεριών σου
με χώρες μακρινές
να φτερουγίζουν στην ανάσα σου.
ξύπνησες πλάι μου με θαύματα μικρά
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
λεπτή πολύχρωμη κλωστή
που με κρατάει ακέραιο
πάνω απ’ την άβυσσο
που γράφει με ανοιχτά φτερά
ένα θαλασσοπούλι στο γαλάζιο
στις μαγικές φωνές που προσκαλούν
μέσα από την ομίχλη στο λιμάνι
που υψώνουν τα σπασμένα χέρια τους
μάταιη επίκληση στον ουρανό
που αποπλέει για τ’ όνειρο
με κόκκινα πανιά το ηλιοβασίλεμα
μες στο σκοτάδι και καπνίζουν
και ταξιδεύουν με τα παιδικά τους χρόνια στ’ άστρα
που κρύβεται στα μάτια σου
και λάμπει για να μην δακρύσει
ν’ αγγίζουν το μπαλκόνι σου
σκόρπιες αχτίδες του ήλιου
στα κάγκελα να παιχνιδίζουν
ίσως να σε θαμπώνουν
καθώς αργά κι ηδονικά
πίνεις τον πρωινό καφέ
ενώ ακούγονται από κάτω
φωνές παιδιών για το σχολείο
να σου χαϊδεύει τα μαλλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου