Ο ΜΥΘΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΗΝΑ
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥΣ
Όλοι
τούτοι οι κύριοι βρίσκονταν μέσα
όταν
εκείνη μπήκε ολόγδυτη,
εκείνοι
είχαν πιει κι άρχισαν να τη φτύνουν,
εκείνη
δεν καταλάβαινε τίποτα, μόλις βγαλμένη απ’ το
ποτάμι:
ήταν
μια Σειρήνα που ’χε χάσει το δρόμο,
οι
βρισιές κυλούσαν πάνω στη λεία σάρκα της,
η
προστυχιά σκέπαζε το χρυσό της στήθος,
εκείνη
δεν ήξερε να κλαίει, γι’ αυτό δεν έκλαιγε,
δεν
ήξερε να ντύνεται, γι’ αυτό δεν ήταν ντυμένη,
τη
στιγματίσανε με τσιγάρα και αναμμένα φελλά
και
γελούσαν μέχρι που κυλίστηκαν στην ταβέρνα χάμω
απ’ τα γέλια,
εκείνη
δε μιλούσε γιατί δεν ήξερε να μιλάει,
τα
μάτια της είχαν χρώμα έρωτα μακρινού,
τα
μπράτσα της ήταν χτισμένα από δίδυμα τοπάζια,
τα
χείλη της σκιστά στο φως του κοραλλιού
κι
ευθύς από τη θύρα τούτη βγήκε
και
μόλις μπήκε στο ποτάμι, έγινε κατακάθαρη,
έλαμψε
σαν άσπρη πέτρα στη βροχή
και
δίχως να κοιτάξει πίσω κολύμπησε ξανά,
κολύμπησε
ως το ποτέ πια, ως το πού πεθαίνουν.
Μ’ ΕΚΕΙΝΗΝ
Έτσι
σκληρός που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με:
Θα
τον ζήσουμε με κέφι.
Δώσ’
μου το μικρό χέρι σου.
Θ’
ανεβούμε και θα υποφέρουμε.
Θα
πηδήσουμε και θα πονέσουμε.
Είμαστε
ξανά το ζευγάρι
που
έζησε σε μέρη δασιά,
στις
άγριες σπηλιές των βράχων.
Έτσι
μακρύς που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με
μ’
ένα πανέρι, με το φτυάρι σου,
με
τα παπούτσια και τα ρούχα σου.
Τώρα
χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο,
όχι
μονάχα για τα γαρίφαλα,
όχι
μονάχα για να βρούμε το μέλι:
χρειαζόμαστε
τα χέρια μας,
για
να πλύνουμε και ν’ ανάψουμε φωτιά.
Και
τότε ας τολμήσει ο σκληρός χρόνος
να
προκαλέσει την απεραντοσύνη
τεσσάρων
χεριών και τεσσάρων ματιών.
ΟΣΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Μέσα
σε μια μέρα θα ιδωθούμε
Όμως
σε μια μέρα μεγαλώνουν πράγματα,
πουλιούνται
σταφύλια στο δρόμο,
αλλάζει
το φλούδι της ντομάτας,
το
κορίτσι που σ’ άρεσε
δεν
ξαναγύρισε πια στο γραφείο.
Αλλάξανε
ξαφνικά τον ταχυδρόμο,
οι
επιστολές πια δεν είναι ίδιες.
Μερικά
χρυσά φύλλα και άλλαξε
το
δέντρο: έγινε τώρα παραλής.
Ποιος
να μας το ’λεγε πως η γη
με
τη γέρικη φλούδα της αλλάζει τόσο;
Έχει
περισσότερα ηφαίστεια από χτες,
ο
ουρανός έχει καινούργια σύννεφα,
τα
ποτάμια κυλάν με άλλον τρόπο.
Κι
έξω απ’ αυτό και τι δε χτίζουν!
Εγώ
έχω εγκαινιάσει εκατοντάδες
λεωφόρους,
κτήρια,
γεφύρια
απάτητα και κομψά
σαν πλοία ή σαν βιολιά.
σαν πλοία ή σαν βιολιά.
Γι’
αυτό όταν σε χαιρετώ
και
φιλώ το λουλουδένιο στόμα σου,
τα
φιλιά μας είναι άλλα φιλιά
και
τα χείλη μας άλλα χείλη.
Χαίρε,
αγάπη μου, χαίρε για όλα
όσα
μαραίνονται κι όσα ανθίζουν.
Χαίρε
για χτες και για σήμερα,
γι’
αύριο και για προχτές.
Χαίρε
για το ψωμί και για την πέτρα.
Χαίρε
για τη φωτιά και τη βροχή.
Γι
αυτό που αλλάζει, γεννιέται, μεγαλώνει,
αναλώνεται
και ξαναγίνεται φιλί.
Χαίρε
για ό,τι έχουμε από αέρα
και
για ό,τι έχουμε από γη.
Όταν
μαραίνεται η ζωή μας,
δε
μένει άλλο από τις ρίζες
κι
ο άνεμος είναι κρύος σαν το μίσος.
Τότε
αλλάζουμε δέρμα,
νύχια,
αίμα, μάτια,
και
συ με φιλάς, και γω βγαίνω
και
πουλάω φως στους δρόμους.
Χαίρε
για τη νύχτα και τη μέρα
και
για τις τέσσερις εποχές της ψυχής.
Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου
Από
τη συλλογή «Εστραβαγάριο», εκδ. Καστανιώτη - Faq, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου