1. ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ
Α,
ρε Οδυσσέα,
αυτό
κι αν με τρελαίνει:
είκοσι
χρόνια σε περίμενα
και
τώρα που χρειάστηκε να λείψω για δουλειές
ούτε
ένα βράδυ δεν μπορείς να περιμένεις…
◊
Καλέ
μου Οδυσσέα,
αδυνατώ
να καταλάβω.
Τι
σου ζητώ, ένα χάδι, ένα χαμόγελο.
Πρέπει
να ’ρθουν τα πάνω κάτω,
για
να μου δείχνεις αφοσίωση;
◊
Θα
’ρθεις πάλι για έρωτα.
Θα
παραληρεί το γιασεμί
θα
ξεσαλώνουνε τα μικροπούλια.
Δε
θα μπορέσω να ανταποκριθώ.
Θα
’χω πληγές.
Σου
το ’χω πει, δε θέλεις να τ’ ακούσεις:
Σαν
μένω μόνη μου
ματώνει
η μνήμη.
◊
Πρώτη γραφή
Αγαπημένε
μου Οδυσσέα,
έφυγαν
όλοι οι μνηστήρες,
άλλους
τούς τέλεψες και κάποιοι λάκισαν.
Ούτε
ένας, να κολακευόμουν έστω.
Δώδεκα
χρόνια έγλειφες τις γόβες της –
κοντή
κι αλογομούρα.
Στο
μεταξύ μεγάλωσα,
σαν
μεταλλάχθηκα,
κάθισε
η περιφέρεια,
γιάγμα
η κορμοστασιά μου.
Γυρνάς
και θέλεις γούστα.
Κι
εγώ η μεταλλαγμένη υποχωρώ,
σχεδόν
χρωστώ και χάρη.
Να
’χα έναν αληθοφανή μνηστήρα, να σε τιμωρήσω.
Επιλογή:
Delete
◊
Αντιστύλι
μου,
λείπεις
πάλι.
Πανσέληνος
ήδη,
μ’
ένα μικρό κομμάτι φαγωμένο πρώτη νύχτα.
Βρομάει
εδώ.
Βρομούν
οι λέξεις, τα χνώτα βρομούν, η μοναξιά βρομάει.
Τρελαίνομαι,
βγαίνω στους δρόμους.
Σαθρή
ισορροπία. Μια λέξη να αφαιρέσεις
καταρρέει
πλήρως. Μια λέξη είναι πράξη, λένε.
Αντιστύλι
μου, εσύ κρατάς τις φοβερές μου λέξεις.
Λείπεις,
κι η ανασφάλειά μου προκλητικά παλατζέρνει.
◊
2. ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Σου
το ’πα
μην
αλλάξεις την εξώπορτα τη δίφυλλη
με
το μεγάλο οριζόντιο τζάμι επάνω.
Αλλιώς,
πώς θα μπαίνει ο ήλιος
να
μου μαντατεύει τη μικρή ζωή σου.
Πώς
θα ’ρχεται η θάλασσα
να
φέρνει χαιρετίσματα, φιλιά μπλεγμένα φύκια.
◊
ΣΤΗΝ ΞΕΡΑ
Ματαιωμένες διαδρομές
ακυρωμένη προσέγγιση
αφανισμένη η γεύση του φιλιού.
Κι εγώ μόριο χαλαζία θαλασσόβρεχτου
ξεβρασμένο στην ξέρα
ενός πάρκινγκ της Εθνικής.
◊
ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΦΥΓΗ
Ξύπνησα με τούτο το
μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια
κι ούτε που ξέρω να το
ζωντανέψω.
Τσακισμένοι
πάγκοι
θρυμματισμένη
πραμάτεια
σκόρπια
γυαλιά
λεπτοδείχτες
που δείχνουν έναν άλλο χρόνο...
Με την πλάτη στημένη
στον τοίχο, χωρίς διαφυγή,
επιμένω να κρατώ τη
δυσβάσταχτη αγάπη.
...πρόσωπα
σκούρα
βλέμμα
πανικού
φωνή
σιωπής
μια
μαύρη σκιά πετρώνει στα μάτια...
Σφίγγω στο χέρι μου μια
μωβ χάντρα, που βρήκα
ζωντανή σε μια γωνιά.
◊
Από
τη συλλογή «Οδυσσέας τρόπον τινά», εκδ. ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου