(Νικόλαος Καντούνης, "Ο Άγιος Γεώργιος", 1746)
ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Ι. Του αγίου Γεωργίου
Από το μάρμαρο προβάλει η μορφή του. Κρατά
ποτήρι ολόγιομο κι εύχεται στην υγειά μας. Λίγο πιο κάτω, στο σπιτάκι με τις εικόνες,
ποζάρει με θέα τον κεντρικό δρόμο. Φορά το καλό του κουστούμι όπως κάθε Κυριακή και σχόλη. Δεξιά του ο άγιος Γεώργιος. Αριστερά του μια ανάμνηση: Καβαλάρης σε άσπρο
άλογο, Παρανέστι Δράμας, τέλη 1953. Αυτό το χέρι, που κρατά τα χαλινάρια, μου
έδινε κάθε χρόνο τέτοια μέρα – χρόνια πολλά πατέρα −. Αυτό το χέρι, που έβαφε την
πόλη μου, και με αντισκωριακό τα παιδικά μου χρόνια.
Όταν έφυγε, όλα τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα τραγούδια μείνανε
χωρίς λόγια.
ΙΙ. Του πατέρα
Οι γονείς μας
είναι οι πρώτοι παιδικοί μας
φίλοι
που λησμονάμε
Δ.Π.
Ο πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον,
χαμογελούσε εύκολα.
Κρεμούσε τα χαμόγελα στη ντουλάπα
δίπλα στις γραβάτες.
Είχε ένα για κάθε περίσταση.
Όταν ήταν θλιμμένος
φορούσε το πιο γοητευτικό.
Μα όταν πήγαινα να τον φροντίσω θέριευε.
Τι τσιρότο, τι χάπι να βρεις τότε
για έναν υπέρμετρο γίγαντα.
Σαράντα και βάλε χρόνια πλάι-πλάι...
τι κρίμα που δε γίναμε ποτέ φίλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου