ΤΥΨΕΙΣ
όσο
περνούν οι μέρες και μακραίνει
η
ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις
ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από
νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι
που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα
που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια
πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα
πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν
γυρνώ αργά το βράδι και τη βρίσκω
μ’
ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή
ξαγρυπνισμένη και χλομή
Ξένα γόνατα (1952-1957)
ΕΝΟΣ
ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
εσείς
που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι
έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά
έναν
ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα
κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας
κοκκινίσατε
άραγε για την τόση ευτυχία σας
έστω
και μια φορά,
είπατε
να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για
τους απεγνωσμένους;
ΛΑΣΠΕΣ
ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
τι
γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας
σε λασπωμένες ερημιές
μ’
ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και
το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι
η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος
τι
γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες
τι
γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
που
άγρια τους φορολογεί η νύχτα
άνθρωποι
χθαμαλοί δυναστεύουν τον ουρανό
πλημμύρισαν
τέρατα τα ποτάμια
σπίτια
που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς
τι
γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
τι
γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη
τα
πάντα μηχανεύεται για να με ρίξει
έκανε
νέες προμήθειες πουλιών
συσσώρεψε
ερεθισμούς στα χαλάσματα
υπόσχεται
μεγάλες εκπτώσεις
τι
γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη
γυρεύω
να επενδύσω την καρδιά μου
δεν
τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα
στοιβάχτηκαν
πολλά παράπονα στα μάτια μου
τα
χαμόγελά μου πικρίζουν
το
πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα
γυρεύω
να επενδύσω την καρδιά μου
Ανυπεράσπιστος καημός (1955-1960)
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Είταν
ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα
πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε
και
χάνονταν εκεί που είχαμε κατέβει την τελευταία φορά.
Στο
απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και
το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε
η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και
μες στην τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και
τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί –
παίζαν
στην τάπια και δεν ξέραν από θάνατο
παίζαν
στην τάπια και δεν ξέραν από τύψη
κι
εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα
δεν
ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
εγκαταλείπω
την ποίηση δε θα πει προδοσία
δε
θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή
τέλειωσαν
πια τα πρελούδια είρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι
δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν
να
δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή
ν’
ανοίξουν χαρακώματα για να κυκλοφορεί ο θάνατος σε όλο τους το σώμα
εγκαταλείπω
την ποίηση δε θα πει προδοσία
να
μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά
πως
δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκκαλα
όμως
είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε
κούραση
πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
εγκαταλείπω
την ποίηση δε θα πει προδοσία
βρίσκει
κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του
ΚΑΤΑΤΡΕΧΟΥΝ
ΤΗ ΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑ
κατατρέχουν
τη γραφικότητα
είρθαν
κύριοι με τσάντες και μεζούρες
μέτρησαν
το οικόπεδο άνοιξαν χαρτιά
οι
εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια
ξήλωσαν
το χαγιάτι έριξαν το σπίτι
σβήσαν
ασβέστη μες στον κήπο
φέραν
τσιμέντο στήσαν σκαλωσιές
θα
χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία
ρίχνουν
τα ωραία σπίτια ένα ένα
τα
σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά
με
τα φαρδιά παράθυρα τις ξύλινες σκάλες
με
τα ψηλά νταβάνια τις λάμπες στους τοίχους
τρόπαια
λαϊκής αρχιτεκτονικής
κατατρέχουν
τη γραφικότητα
τη
διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη
εκπνέει
σαν προδομένη επανάσταση
σε
λίγο δε θα υπάρχει ούτε στα καρτ-ποστάλ
ούτε
στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας
Προάστια (1949-1959)
Από
τη συγκεντρωτική συλλογή «Ποιήματα 1949-1960», Εκδόσεις Διαγωνίου Θεσσαλονίκη 1962.
Σημείωση. Η γραφή του βιβλίου είναι πολυτονική.
Κατά τα άλλα τηρήθηκε πιστά η ορθογραφία και η μορφή των κειμένων της έκδοσης
του 1962.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου