Επαρχιακή
ζωή
Μπορώ
να τον εξαπατήσω αυτόν, συλλογίστηκε.
Είναι
καινούργιος στα μέρη μας.
Κρύβεται
από τους ανθρώπους.
Αλλά
του γύρισε ο καθρέφτης ένα πρόσωπο
Ντόπιο,
με γένια άγρια, πρησμένα μάτια.
Δεν
ήταν μέσα ’κει χωροφυλάκοι.
Είχαν
ξεμείνει στον καφενέ.
Για
έναν σαν κι αυτόν δεν θ’ άφηναν
Χωρίς
κρασί την κρύα νύχτα.
Λοιπόν,
περίμενε στο πατρικό του σπίτι
Μονάχα
τη φωτιά εξαπατώντας
Ως
το πρωί.
Κάνα
δυο ξύλα και της έδινε ζωή.
Και
τη ζωή του, που ποτέ δεν ήρθε,
Λησμονούσε.
Κι
άκουγε που γαβγίζανε δεμένα
Των
μεθυσμένων τα σκυλιά.
Πρόσφυγες
Δες
πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω
απ’ το βλέμμα του ανθρώπου.
Τι
απομένει... Έν’ απέραντο σεντόνι.
Τις
άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον
μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη
και της στέπας και της θάλασσας,
Στον
ώμο του θα τον φορτώσει
Και
θα φύγει.
Από τη συλλογή «Φορτίο», εκδ. Καστανιώτη 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου