αργά που πάνε οι λυπημένοι μέσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου
κι όταν κάθονται
στα γαλανά παγκάκια ταξιδεύουν
σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
ένας τινάζοντας τον ύπνο απ’ τα μαλλιά του
κ’ εκείνος κει στον τζίτζικ’ από κάτω
κι ο πιο πέρα
όλοι μοναχικοί
και συ το ίδιο
μόνος
εναγκαλίζεσαι τα δέντρα από έρωτα.
Ώρα επτά σφυρίζουν οι φύλακες
τελειώνει πια κ’ εδώ ο κόσμος.
Ύστερα στους δρόμους
πάλι κρατούν άδεια κλουβιά
γυρίζουν
χάνονται
οι λυπημένοι.
Στα σύννεφα κρέμονται πουλιά
κι αυτοί βλέπουν το κέρδος:
αμνό και τρόμο.
Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα
μα θα ’θελαν –
Κ’ ενώ δε σώνεται η φωνή στο μέσα μάκρος
ακούγονται καμπάνες
απ’ τα εκκλησάκια της ορθοδοξίας αιχμάλωτα.
Μα πώς κυματίζει ο ουρανός
στην ακοή των λυπημένων...
Ώρα επτά κ’ οι σοφέρ
με τα ραδιόφωνα ανοιχτά
για είκοσι λεπτά τραγούδι αθάνατο
«απόψε θα ’ρθει ο θάνατος να πάρει τους καημούς μου».
ο πλάστης
με την άσπρη αγάπη.
Ελένη σε μιαν Αττική απροσδόκητη.
Μέσ’ στην ψυχή μου είν’ ακόμη η ώρα
(πέρασαν μήνες ερωτικοί...)
οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα
μετά το μεσημέρι στην Ακρόπολη
ανάμεσα στους κίονες του ναού
κυμάτιζαν
γαλανά κομμάτια τ’ ουρανού απ’ την πύλη
του ναού θα ’λεγες έμπαινε κανείς στα ουράνια!
Ήλιος απάνω αλαλάζων
στη χυμένη πρωτεύουσα
κ’ εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα
εκεί σ’ έν’ άγνωστο πεύκο.
Αλλά στον Υμηττό μάς απειλούσε μαύρη συννεφιά
με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους
ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.
Μας άλλαζε η βροχή βαθαίνοντας το στήθος
κι αν τύχαμε στον ήλιο προς την καταστροφή
άγγιζαν τα μάτια.
Του κοριτσιού χαρούμενη λαλιά ώς το θέατρο Διονύσου
– λίγο νεράκι του θεού χύθηκε στις κερκίδες
που ο ήλιος το ’παψε γοργά –
σε ακολούθησα με τρόπον ώστε να ονειρεύομαι
εκ γενετής αιχμάλωτος.
Δεν είσαι πια στο παιδικό παράθυρο στον ήλιο προχωρείς
μονάχη με τη μνήμη της θαλάσσης απ’ τον ήλιο.
Κι απ’ την ορμή μου δε βγαίνει άλλη ματιά
μόνον αυτή που σε κοιτάζει φίλη και ρημαγμένη μέσ’ στην ίριδα
καθώς το ανυπόδητο πέλμα σου θαυμάσιο
με βροχή πλένεις
στη μικρή κοιλότητα του χρόνου
στο μαρμάρινο κάθισμα του Ιεροφάντη.
Εκβάλλουν απέναντι την οργή τους οι ξένοι κεραυνοί.
ερωτεύομαι νύχτες της πικρής Αττικής
ακούω γαλήνια κονσέρτα
που αναστρέφουν τον πόνο
σε χαλασμένα ραδιόφωνα χωρίς κουμπιά
σκονισμένα
συντριμμένα
των λυπημένων –
(βράδια μυρωμένα
η Αττική ανέβαινε ψηλά
κι ανέβαιναν
τα βάσανα κ’ οι έγνοιες...).
Είχα μιαν αγάπη
χάθηκε
την έφραξαν πάθη καιρικά
μα όμως κάποτε
λέω θ’ ανταμώσουμε ψηλά
μέσ’ στη γαλάζια σκόνη του αιθέρα.
Έχει άνθος στα μαλλιά
είναι τα μάτια της εφιαλτικά και σύρουν.
Άλλ’ εγώ με τη δύναμη του αθώου
στους κινδύνους
ανεβαίνω.
Είχαν μιαν αγάπη
τώρα ταξιδεύει μακριά
κ’ η σελήνη γέμισε κίτρινα πουλιά.
Έχει άνθος
και φέρνει
όνειρα στον ερειπωμένο μου
ύπνο.
άσπρα φώτα του Άι Γιώργη
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός –
και το μικρό κόκκινο φως απάνω απ’ τα δέντρα
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός
ερωτευμένους θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει
σα να σχίστηκε
ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών
και δείχνει ένα λίγο του Παράδεισου.
Μαρία δυσβάσταχτη των αγγέλων καμπύλη
και καρποί κρημνιζόμενοι
σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο
και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις
όταν ο αέρας αιφνίδια μεταστάς
αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.
Κορίτσι του καημού της Αττικής
ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη
ανάμεσα μας η ευθεία του θανάτου
τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν –
φαρδιά φύλλα.
Έαρ η εποχή των εξουσιών
τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος
αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει
λουλούδια με τ’ αστέρια ώς μέσα στις χαρούμενες νύχτες.
Είναι φλόγα και με θυσιάζει
λάμψη Χριστού
και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων
όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.
Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ
η ψυχή μου πατούσε το χώμα
κι άρχισα ένα τραγούδι
που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου.
«Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
και τα δέντρα για νερό...».
Τι βαθύ ποτάμι κι ο ήλιος απ’ αιώνες
εκεί καρφωμένος βασανίζεται στον τροχό.
Αυτοθυσία είν’ η Άνοιξη κι ο χρόνος
μέσ’ στο ναό η σταύρωση και τ’ αθώα πετεινά.
έχουμε στην καρδιά μας ένα σήμαντρο.
Να ο Λυκαβηττός με τα ουράνια πράσινα
της χειμωνιάτικης μέρας η γλυκύτητα
του ανεβάζουν δέντρα μέσ’ στην καθαρή γέννησή του.
Εδώ πάλι εξαίσια ουράνια τυλίγουν κάτω απ’ τον Ιερό Βράχο
εμπρός στα μάτια τη γυμνή συκιά
ωσάν ανήσυχο σκελέτωμα
που κόβει την ανάσα –
γκρίζο λευκάζει
και τη θύρα της απελπισίας ανοίγει.
Ταξίδεψε σώμα γοερό μέσα στη μαύρη πόλη.
Οι σκουριασμένοι κίονες το σπήλαιο του Πανός
οράματα
πληγές
αίματα των πατέρων.
Ιδού ο Κήπος πέρα στην κίνηση των δρόμων
κρύβεται στα φυλλώματα της θλίψεως
κι ο ήλιος έμεινε στη μια πλευρά του δέντρου για πάντα
την κεντημένη κίτρινα φύλλα
ο ήλιος πόσων ημερών, αλήθεια, έχει κολλήσει
τις αχτίδες του πάνω στα υπάρχοντα φύλλα
και το νεκρώσιμο φεγγάρι βγάζει άσπρο...
Να θυμηθείς τον κόσμο πάλι
θυμήσου το παρόν
οι ξύλινες σκάλες που προσμένουν άλικα
τα μανταρίνια είναι κίτρινος Χριστός μέσ’ στις αυλές.
Αγνά παραθυρόφυλλα
κόκκινα σα βερνίκι
τα κεραμίδια χλοϊσμένα στις χοές του χρόνου
χωρίς λαλιά με ωχρό κερί ζητώντας τη δική σου
καθώς πίνεις της το μοναξιάς το ηδύποτο.
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου