ΓΚΑΣΕΛΑ
ΤΟΥ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Κανείς δεν ένιωθε το άρωμα
από τη σκοτεινή μαγνόλια της κοιλιάς σου.
Κανείς δεν ήξερε πως τυραννούσες
ένα κολίβριο του έρωτα ανάμεσα στα δόντια σου.
Χίλια αλογάκια περσικά κοιμόντουσαν
επάνω στου μετώπου σου τη φεγγαρόλουστη άπλα,
όταν εγώ τέσσερις νύχτες σφιχταγκάλιαζα
τη μέση σου που οχτρεύεται το χιόνι.
Σε γύψο ανάμεσα και γιασεμιά, το βλέμμα σου
ήταν ένα χλωμό μπουκέτο σπόροι.
Μέσα στα στήθια σου έψαχνα για να σου δώσω
τα φιλντισένια γράμματα που λεν παντοτεινά.
Παντοτεινά,
παντοτεινά: κήπος
της αγωνίας μου,
το σώμα σου το φευγαλέο για πάντα,
το αίμα των φλεβών σου μες στο στόμα μου,
το στόμα σου πια δίχως φως για τη θανή μου.
ΓΚΑΣΕΛΑ
ΤΗΣ ΤΡΟΜΕΡΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
Θέλω να μείνει δίχως κοίτη το νερό.
Θέλω να μείνει ο άνεμος δίχως κοιλάδες.
Θέλω να μείνει η νύχτα δίχως μάτια
κι η καρδιά μου δίχως τ’ άνθος της το
χρυσαφένιο∙
τα βόδια να μιλήσουνε με τα μεγάλα φύλλα
και το σκουλίκι να πεθάνει από σκιά∙
ν’ αστράψουνε της νεκροκεφαλής τα δόντια
κι η κιτρινάδα το μετάξι να πλημμυρίσει.
Μπορώ να δω της πληγωμένης νύχτας τη μονομαχία
καθώς παλεύει αγκαλιασμένη με το μεσημέρι.
Αντέχω εγώ μια δύση όλο από πράσινο φαρμάκι
και τα σπασμένα τόξα όπου ο χρόνος υποφέρει.
Μα την καθάρια γύμνια σου μη την φωτίζεις
σα μαύρο κάκτο ανάμεσα στις καλαμιές ανοιγμένο.
Άφησέ με σε μιαν αγωνία σκοτεινών πλανητών,
όμως τη δροσερή σου μέση μη μου δείχνεις.
ΓΚΑΣΕΛΑ
ΤΟΥ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η νύχτα αρνιέται νά ’ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω,
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από
σκορπιούς.
Όμως κι εσύ θα’ ρθεις
με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.
Η μέρα αρνιέται νά ’ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου
γαρύφαλλο.
Όμως κι εσύ θα’ ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.
Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να ’ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.
ΚΑΣΙΝΤΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΑΜΑ
Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω ν’ ακούω το κλάμα,
όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
τίποτ’ άλλο δεν ακούγεται παρά το κλάμα.
Λιγοστοί άγγελοι τραγουδούνε,
λιγοστοί σκύλοι αλυχτούνε,
χίλια βιολιά μες στην παλάμη του χεριού μου
χωρούνε.
Όμως το κλάμα είν’ ένας σκύλος πελώριος
όμως το κλάμα είν’ ένας άγγελος πελώριος,
το κλάμα είν’ ένα πελώριο βιολί,
τα δάκρυα φιμώνουν τον άνεμο,
και τίποτ’ άλλο δεν ακούγεται παρά το κλάμα.
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Από το βιβλίο «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα -
Ποιήματα», Εισαγωγή - μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης, εκδ. Φιλολογική - Μπίμπης.
Σημείωση από το βιβλίο: Τα ποιήματα είναι από τη
συλλογή του Λόρκα, «Divan del Tamarit». Η λέξη Divan (Ντιβάν) σημαίνει στην
αραβική, συλλογή ποιημάτων, και Tamarit (Ταμαρίτ) είναι η
ονομασία ενός τόπου κοντά στη Γρανάδα όπου η οικογένεια του ποιητή είχε εξοχικό
σπίτι. Gacela (Γκασέλα) και Gasida (Κασίντα) είναι
ποιητικά είδη των μαυριτανών, όπως λέμε π.χ. μπαλάντα, σονέτο, ωδή κτλ. που
δανείστηκε ο Λόρκα την ονομασία τους μονάχα για να υπογραμμίσει την αραβική,
ανατολίτικη επιρροή των νέων του εμπνεύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου