ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Έμορφη
μουσικότητα των φθινοπωρινών
ημερών
στη Θεσσαλονίκη,
όταν
η βροχή πέφτει πότε πυκνή,
αραιώνει
κι’ ύστερα πάλι
πυκνώνει
η ασημένια βροχή,
των
πρώτων φθινοπωρινών ημερών,
διάφανη
και λεπτή τόσο, σαν
σιγανή
μουσική ομιλία γυναικών
στο
φθινόπωρο της ζωής των.
Εκείνων
των γυναικών που μένουν
ήσυχες
και σιωπηλές, μοιάζουν,
λιγάκι
περήφανες ή μελαγχολικές
και
κάποτε, όταν μιλήσουν,
βιάζονται
να πουν εκείνο
που
ζητούν ίσως να λησμονήσουν.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Θλίψη
των λευκών αγαλμάτων,
αυστηρότητα
μελαγχολική περηφάνεια
πάνω
στις ακίνητες μορφές, φαντασία
μιας
άλλης ζωής
στο βλέμμα.
Προς
το κενό κοιτάζει το μάτι
γυμνό,
προς την άγνωστη παρουσία.
Βραδυνό
φθινοπώρου ιώδες και γκρίζο,
στο
μικρό πάρκο, το μουντό πράσινο
των
δέντρων που ποτέ δε χάνουν
τα
φύλλα τους, σε περιβάλλει, εσένα
φάντασμα
λευκό κι’ όμως τόσο
αλύγιστο,
υλικό, πέτρινο και σκληρό,
περιμένεις
ό,τι πάντα μένει αγνώριστο.
Πέφτει
απάνω σου ωχρό το φως
των
λαμπτήρων που ανάβουν
νωρίς,
τούτο τον καιρό,
όπως στα πένθη.
ΗΔΟΝΗ
Έμορφη
κόμη της γης,
βλάστηση
πυκνή, με πολλά μυστικά,
με
πολλά χρώματα, ιδίως πράσινα,
με
σχήματα λυγερά,
νοήματα
έκθαμβα κ’ ελαφρά.
Σου
ανήκουν όλα τα όνειρα
που
ζουν επάνω σου, πουλιά.
Ψιθυρίζει
ο άνεμος της ζωής
και
φρίσσεις, δονείσαι
απ’
της ηδονής την ηδονή.
Με
τη μετάξινη ευαισθησία
απορροφάς
το φως και το κρατάς
ανταύγεια
και χαρά της μυστικής φωτιάς
που
απαντάει στον ήλιο.
Ωραία
μαλλιά
απ’
τις πολύ νέες γυναίκες,
στόλισμα
πλούσιο, κόμη απαλή
και
ζωντανή με την ιδιαίτερη ζωή,
όπως
είναι τα φυλλώματα στα δέντρα
που
ψιθυρίζουν τραγούδια δικά τους,
για
να μεθούν από ηδονή
οι
σιωπηλοί, αλύγιστοι κορμοί.
Έτσ’
οι γυναίκες κάποτε,
σπανίως
όμως,
όταν
μπορούν να καταλάβουν,
αισθάνονται
την εμορφιά
απ’
τα κυματιστά μαλλιά τους,
την
ακούν και χαίρονται
με
απλότητα.
Η ΕΛΠΙΔΑ
Κλωστή
ασημένια,
δισταχτικό
αεράκι,
ήχος
ήμερης μουσικής,
που
απότομα σταματά κι’ ύστερα
ξαναρχίζει
ίδιος, με σιγουριά.
Λόγος
που τον ψιθυρίζουν σιγά
και
δεν τον καταλαβαίνεις,
μα
τον χαίρεσαι κρυφά.
Χαμόγελο
που περνά σε χείλη χλωμά,
νεανικά.
Είναι
βήματα βιαστικά σαν ασύλληπτα,
στο
σκιερό μονοπάτι.
Σκιά
φευγαλέα την ώρα του δειλινού.
Ένα
κλαδάκι λιγνό
με
φύλλα μεταξωτά, διάφανα,
ανοιχτοπράσινα,
στον ανοιξιάτικον ήλιο.
Ένα
μικρό πουλί
που
σε κοιτάζει, σα να μη φοβάται.
Ίσως,
γιατί θα’θελε να το πιάσεις,
ίσως
γιατί ξέρει
πως
να το συλλάβεις
δε
θα μπορέσεις ποτέ.
Χωρίς
να σου φύγει,
τα
χέρια σου φαίνονται άδεια,
σα
να κράτησες μουσική.
Αγρόκτημα
Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, 1952.
Από
τη συλλογή «Παραμύθια του κήπου», (1955)
Πηγή:
«Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη - Τόμος δεύτερος (1955-1973)», Οι εκδόσεις των
φίλων, 3η έκδοση, Αθήνα 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου