Περάσαμε όμορφα όμως σχεδιάζοντάς το.
THE GLASS CASTLE
παντιέρα πορφυρόμαυρη που ’χαμε φυλαγμένη
στο τσούρμο μας αντίδωρο τον θάνατο· ρεγάλο
ταξίδι κακορίζικο σ’ άγνωστη γη διωγμένοι.
ο μύθος λέει έσερνε πίσω του μια κατάρα
οι Σκύθες το σκαλίσανε απ’ την Αρχαία Θράκη
μα το σπρωξ’ ένας έμπορος για μια τρύπια δεκάρα.
κουρέληδες ξυπόλητοι δεν βρίσκουμε μι’ ατόλη
φιλόξενη σαν χίμαιρα μ’ απάνεμο λιμάνι
Σε χάρτες αταξίδευτους σχεδιάζουμε πορεία
να πάμε να φουντάρουμε μια χάρτινη σχεδία.
αφουγκραζόμαστε τον άλλο σιωπηλά
ένας ξερόβηχας που πάντα επιμένει
σε νύχτες άυπνες κρατάει συντροφιά.
να μας πουλήσει σε φιξάκια λησμονιά
για την ζωή μας που περνάει ρημαγμένη
και στον ακάλυπτο φουντάρει από ψηλά.
καμιά ανταπόκριση από μέσα δεν περνά
στον καναπέ μας όλοι χρόνια πεθαμένοι
Σαν τα στικάκια στο ψυγείο κολλημένα
άδεια ανθρωπάκια σ’ αφασία στοιχισμένα.
σ’ ένα κατήφορο αφήνομαι να πάω
κανένα μέντορα ποτέ μου δεν ρωτάω
μία παρόρμηση μονάχα ακολουθώ.
και τις παγίδες του συχνά περιγελάω
την πανοπλία μου ποτέ μου δεν φοράω
και ένα βέλος του σπασμένο αναζητώ.
που τα σκοτάδια του μ’ αφήνει να κοιτάω
μετά, ραγίζω στον καθρέφτη μου και σπάω
Οι έρωτες και οι φόβοι συναντιόμαστε
παλεύουμε, νικάμε και νικιόμαστε.
Από την ενότητα:
«Unaccompanied»
σε μια πίστα απ’ τον δρόμο φωτισμένη
τζούρα τραβάς από τα βάθη σκοτεινή
μ’ έναν σουγιά πνοή αφήνεις χαραγμένη.
Γέρνεις τ’ ατίθασο κορμί στην κουπαστή
να ξεγελάσεις του θανάτου την αγέλη
κλείνεις τα μάτια μα αφήνεις ανοιχτή
μια χαραμάδα σ’ έναν ήλιο π’ ανατέλλει.
Σέρνεις τα βήματα στην πόρτα του Θεού
ο δαίμονάς σου έναν Πήγασο σελώνει
ένα τραγούδι απ’ το στόμα του τρελού
μια καταιγίδα που ξεσπά και τα σαρώνει.
Απέναντί σου όλος ο κόσμος μι’ αντηλιά
αντανακλά το μαύρο φως και σε τυφλώνει
τα χέρια απλώνεις και τ’ ανοίγεις σα φτερά
αφήνεις πίσω μια κατάρα που στοιχειώνει.
Από την ενότητα:
«Cafè Bourbon»
κι ακολουθώ τα ίχνη που είχα αφήσει
αν με τον ίσκιο μου ξανά συναντηθώ
μέσ’ τη σκιά του αν θα μ’ αναγνωρίσει.
Κι αν απ’ το χέρι πάλι με κρατήσει
να επιστρέψουμε μαζί στα πίσω χρόνια
να βρούμε τη φωλιά που το είχα κρύψει
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια.
τ’ ανείπωτα ουρλιάζουν στο μυαλό μου
αναρωτιέμαι αν με ρωτήσουν τι θα πω
χαμένος σα βρεθώ στον εαυτό μου.
Επιστροφές στην τσάντα ταχυδρόμου
που οι παραλήπτες χάθηκαν στα χιόνια
μα εγώ θα βρω στην άκρια του δρόμου
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια.
να ταξιδέψω στις πιο μύχιες μου τις σκέψεις
σε ένα ξέφωτο της μνήμης θα σταθώ
να βρεις τον δρόμο να έρθεις να με κλέψεις.
Τα μάγια μου να λύσεις με τις λέξεις
και να κινήσεις στην σκακιέρα μας τα πιόνια
και τότε θα σε κάνω να πιστέψεις
στ’ όνειρό μου που φυλάνε τα τελώνια.
που μου κρατάς τα γκέμια απ’ τα δαιμόνια
απάντησέ μου και μη μένεις φοβισμένη
φυλάνε τ’ όνειρό μου τα τελώνια;
Από την ενότητα:
«Pilotina»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου