1
είχε προορισμό:
όπως λιθάρι παραλίας
στρογγυλό όσο ποτέ
ιονόσφαιρο ίσως
οφθαλμοειδές και ζέον
υπάρχον στις καμπύλες
και στ’ αριθμητικά του
στα από χρόνους πολλούς
εξαντλημένα επίθετα
και ουσιαστικά του
δεν είμαι σύννεφο
αδειάζω όλα τα πρόσωπα
και πρώτα απ’ όλα το δικό μου
και μ’ έχει ψάξει, αχανής
ακινητώ στον εαυτό μου.
ένα κλαδί
ή το γυρίζω χρυσό από τ’ άστρα
και το φυτεύω στο μυαλό
να τραγουδεί.
στο γυρισμό σου
πλάι στη λευκή κυπάρισσο
ρίψε την ονειρόπετρα στη λίμνη
πιες απ’ την άλλη κρήνη
σε ποιο σημείο με σκάφτεις;
ούτε αν ρωτήσεις θ’ απαντήσεις
διότι διψοπρεπώς συγκατανεύεις
δενδροπρεπώς φτάνεις στο σύννεφο
με τον καρπό και το λιβάδι αμφικαλύπτεσαι
βροντάει το πέσιμο της γύρης
κι έχουν σωπάσει
του σκελετού σου οι ψίθυροι.
η αστροφεγγιά δεν με πυράκτωνε το μεσημέρι
θα ’λεγα πως κανένα δέντρο δεν κρατάει τα φύλλα του
και καμιά πέτρα δεν μπορεί να πέσει
κι απ’ τα νερά κανένα δεν θα μοίραζε
μύριες αισθήσεις.
2.
ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ
σε ιλιγγιώδη αρπίσματα
αύριο εκπνέει
καύχημα θείο πανόλβιο
στρέψε με δάκρυα
να ιδείς την Περσεφόνη
πηγή ανθέων και φωνημάτων ευδίας
που ό,τι αν αγγίξουν άυλη
σκόνη κρημνίζεται, όπως
από φτερό μελίσσης
η πάναγνη αύρα.
της Αριάδνης στ’ άστρα
(με θέλει απόψε η Νάξος)
με ξετυλίγει το έαρ
στρόβιλους φύλλων
πολύφθογγο, πυρφόρε
καρπέ αμπελώνος,
στάχυ ελευσίνιο του άδη
κάτασπρο κρίνο
άνθη στιγμιαία και η κόρη
νυχτολαμπής πλησιάζει
μα εγώ ούτε βλέπω, πες μου
πυρφόρο στόμα
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;
κι εκεί ξεχνάει, μου βρίσκει
χαλίκια που μου μοιάζουν
και δέντρα που μ’ αρνιούνται
Μα εγώ ούτε βλέπω, ουράνια
νήματα με έλκουν.
Εδώ η λευκή κυπάρισσος
ο λευκός ύπνος η λίμνη
ο πάνρυτος λόγος η κρήνη
ας γίνουν τα λόγια μου ο δυόσμος
που θα μυρίσεις
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου