τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή
και μοιραία γαλήνη
που παρατείνει μιαν αόρατη πράξη:
της φύσεως την αυτοζωία.
Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου
να ξαναλάμπει μόνη της
η εικαστική προσδοκία του σώματος.
Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία
και μ’ αρέσει ο φόβος.
Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του.
τίποτα πιότερο·
αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω.
υέτιος ή όμβριος πού πας;
Αποκοιμήσου φουκαρά μου στα άμφια.
Ήσουνα μέγας ιερέας χρισμένος απ’ τη Σκοτία
μητερούλα στα σωματίδια του Φωτός
ήξερες απ’ έξω κι ανακατωτά την Παρουσία
φόβος και τρόμος ήσουνα στην Ψυχολογία.
Σήμερα νιώθεις πληθύνοντας την Κωμωδία.
Πράγματι βρέχει και είσαι ολομόναχος, αποκοιμήσου,
ανατριχιαστικά ανθρώπινος.
Αλίμονο αν είχα διανύσει κέρδος.
Θυμήσου διασκεδάζοντας το μυαλό σου
θυμήσου τον αυτοκράτορα
της πάλαι ποτέ Βραζιλίας.
Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα
πάλι.
Κρεουργείς ακόμη με κοχλαστικό τσεκούρι
σε χίασμα φρίκης
κι αναπηδούν αθώα ουρλιαχτά κατέρυθρες
οιμωγές που ξεστομίζουν έρεβος αγάπης.
είναι· τα οραματίζομαι.
Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα.
Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση.
Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο· ίσως το αίμα
του Θεάνθρωπου
από σταυρό να χύνεται.
Πηγάζω από ηλιθιότητα· δυσφορώντας
να είμαι έξυπνος.
Τετέλεσται· μιλώ απ’ το υπερώο
της Ελλάδας.
ορθρινούς βηματισμούς οι εργαζόμενοι
πάνε.
Κι αποσώνει το φλόγισμα της νύχτας
με καυσόξυλα-λέξεις
από στήθους όλως αποτεφρωμένα.
Τίποτα δεν εκφράζει αποκαθήλωση.
φτερούγιζα στην άσφαλτο τους πανικούς μου
μόλις που είχα μάθει τον ήλιο ξημερώματα
τη θάλασσα τον έρωτα και τους απελπισμένους
μόλις που μόνος άρχιζα τους καημούς μου
φτερουγίζοντας ωσάν χαρταετού
κορδέλες τα διάτορα μαλλιά μου
τη νύχτα μόλις που την είχα διδαχτεί
με βεγγαλικά και λαϊκούς αγώνες
δεκάξι χρόνων κόπηκα στις εξετάσεις
κόπηκα στο άπειρο.
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Β΄ (1979-1991)», 3η έκδοση, Ίκαρος 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου