Της αυγής η ορχήστρα
Τον ήλιο ανυψώνει
Πάνω στο χαμόγελο των κοριτσιών
Στεγνώνει μυστικά το δάκρυ
Ανεπαίσθητα ανασαίνει ο αγέρας
Τα μαλλιά αθόρυβα ντύνει
Προτού το θρόισμα των δέντρων
Τα σκιάσει
Προτού κρυφομιλήσει τ’ όνειρο
Αγαπημένες μνήμες
Διπλωμένες στο χρόνο…
με τα δάκτυλα κλείνω
στην παλάμη μου
Τη μέρα με άσπρο σεντόνι τη ντύνω
Νύφη
και την επιθυμία δένω
στα κλαδιά του ανέμου
στο διάπλατο κατώφλι
της πόρτας του ονείρου...
μάρτυρα αδιάψευστο της καταστροφής
στάχτης λυγμοί τα δάκρυα
στις φλέβες της γης κυλούν
στις πέτρες στις ρωγμές της
ας γίνουνε βροχή
η καρδιά να φυτρώσει στις στάχτες
στους καμένους των δέντρων κορμούς
να θρασέψει
να ’ρθούνε πάλι τα πουλιά
το σύνορο να κελαηδήσουν της ζωής
και το ασίγαστο φως
Ποιο βλέμμα
τον άνεμο σηκώνει πάνω από τα σύννεφα
ποιο τον κόσμο ξεκλειδώνει
γεννώντας το θρόισμα των φύλλων
Ποια μορφή τον δρόμο μου ακολουθεί
και ποια ιδέα του δικού μου προηγείται
βηματισμού και σκορπά την καταχνιά
Ω! άνθρωπε
δεν κοιτάς κι αν κοιτάς δεν βλέπεις…
Το γαλαζοπράσινο χρώμα
Το γαλαζοπράσινο χρώμα
ατένιζα
της θάλασσας
και το βαθυπράσινο βύζαινα
λαμπύρισμα των ματιών σου
από την άκρη του βουνού
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού.
Λεβάντες και Μαΐστρος
σ’ ένα αργό χορό καλούν το κύμα
και δυο δελφίνια αντικριστά
του πέλαγου ορίζουνε
το σχήμα...
01\08\23
Κόπασε η μέθη
Κόπασε η μέθη
της θάλασσας το κύμα
στέγνωσε ο γιαλός
και γέννησε τη λήθη
Στα πεσμένα
φύλλα και στη χλόη
κρύφτηκε η Ελπίδα
μα ένα πουλί
τη φωνή οδηγεί
στον πλατύστερνο ουρανό
σύννεφο γίνεται
βροχή
σβήνει η φωτιά
η φωτιά που αγαπά
τον άνεμο
το χαμομήλι
τις βουνοκορφές...
19\08\23
Κάποιος από τους δυο μας
πρέπει να δραπετεύσει
Κάποιος από τους δυο μας
πρέπει να δραπετεύσει πρώτος
από της νύχτας το σκότος
από εκείνο το σκοτάδι
που λεκιάζει γλυκά το κορμί
και κυκλοφορεί αθόρυβα στις ψυχές μας
πιο βαθιά πιο ρηχά
στο λαβύρινθο των γκρίζων ψευδαισθήσεων
Το βλέμμα τώρα ακροβατεί
στον καπνό του τσιγάρου σου
τα μάτια τσούζουνε, δακρύζουνε
πώς να ξεχωρίσει η βροντή του ουρανού
απ’ τη βροντή στα έγκατα της γης
αστείες αυταπάτες μιας τριγωνικής σκέψης
μόνο το όνομά σου παραμένει σκαλισμένο
ξεχασμένη γραφή στην παλάμη
Μύστες γίναμε άγνωστης θρησκείας
όπου η πνοή σου είναι ο αέρας μου
κι η κάθε της στιγμή αγγίζει το αέναο
ενσωματώνεται στον πυρήνα ενός αόρατου
κι αδιαπέραστου βλέμματος
και περιστρέφεται τριγύρω από το πεπρωμένο μας
αδιάκοπα ριγεί βρυχάται και ομολογεί
το μέγεθος
χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό
του σφάλματος
μια έλξη φυσική το κρατά δέσμιο
στη μοίρα του για πάντα…
16\05\23
Η πέτρα χτίζει τον
χτίστη
Πέτρα την πέτρα έχτιζε γοργά
μην τον προφτάσει η νύχτα
τον πρόσμενε
γλυκό φιλί, γλυκό ψωμί
ο γυρισμός στο σπίτι
κι απ’ την λαχτάρα της ψυχής
και περιττής βιασύνης
τα παραθύρια έχτισε
και σφράγισε τις πόρτες
Κλεισμένος τώρα αμήχανος
τα χέρια του μισεί
που σφάλισαν το όνειρο
στης πέτρας τη σιωπή
7\11\20
Τα ποιήματα «Φωνή απόγνωσης τον ουρανό καλεί» και «Κάποιος
από τους δυο μας πρέπει να δραπετεύσει», δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο παρόν
ιστολόγιο.
Τα ποιήματα «Ένα κύμα», «Κόπασε η μέθη», «Στη Σκάλα» και «Το γαλαζοπράσινο χρώμα», έχουν δημοσιευθεί στη σελίδα fb του Δημήτρη Τσικριτέα.
Το ποίημα «Η πέτρα χτίζει τον χτίστη» έχει δημοσιευθεί στη
συλλογή του «Κρυμμένα λόγια», εκδ. Δρόμων, 2022.
Στην εικόνα: J. M. W.
Turner, «Sun Setting over a Lake» (1840).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
και το ασίγαστο φως
τον άνεμο σηκώνει πάνω από τα σύννεφα
ποιο τον κόσμο ξεκλειδώνει
γεννώντας το θρόισμα των φύλλων
Ποια μορφή τον δρόμο μου ακολουθεί
και ποια ιδέα του δικού μου προηγείται
βηματισμού και σκορπά την καταχνιά
Ω! άνθρωπε
δεν κοιτάς κι αν κοιτάς δεν βλέπεις…
ατένιζα
της θάλασσας
και το βαθυπράσινο βύζαινα
λαμπύρισμα των ματιών σου
από την άκρη του βουνού
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού.
Λεβάντες και Μαΐστρος
σ’ ένα αργό χορό καλούν το κύμα
και δυο δελφίνια αντικριστά
του πέλαγου ορίζουνε
το σχήμα...
της θάλασσας το κύμα
στέγνωσε ο γιαλός
και γέννησε τη λήθη
φύλλα και στη χλόη
κρύφτηκε η Ελπίδα
μα ένα πουλί
τη φωνή οδηγεί
στον πλατύστερνο ουρανό
σύννεφο γίνεται
βροχή
σβήνει η φωτιά
η φωτιά που αγαπά
τον άνεμο
το χαμομήλι
τις βουνοκορφές...
πρέπει να δραπετεύσει πρώτος
από της νύχτας το σκότος
από εκείνο το σκοτάδι
που λεκιάζει γλυκά το κορμί
και κυκλοφορεί αθόρυβα στις ψυχές μας
πιο βαθιά πιο ρηχά
στο λαβύρινθο των γκρίζων ψευδαισθήσεων
στον καπνό του τσιγάρου σου
τα μάτια τσούζουνε, δακρύζουνε
πώς να ξεχωρίσει η βροντή του ουρανού
απ’ τη βροντή στα έγκατα της γης
αστείες αυταπάτες μιας τριγωνικής σκέψης
μόνο το όνομά σου παραμένει σκαλισμένο
ξεχασμένη γραφή στην παλάμη
όπου η πνοή σου είναι ο αέρας μου
κι η κάθε της στιγμή αγγίζει το αέναο
ενσωματώνεται στον πυρήνα ενός αόρατου
κι αδιαπέραστου βλέμματος
και περιστρέφεται τριγύρω από το πεπρωμένο μας
αδιάκοπα ριγεί βρυχάται και ομολογεί
το μέγεθος
χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό
του σφάλματος
μια έλξη φυσική το κρατά δέσμιο
στη μοίρα του για πάντα…
μην τον προφτάσει η νύχτα
τον πρόσμενε
γλυκό φιλί, γλυκό ψωμί
ο γυρισμός στο σπίτι
κι απ’ την λαχτάρα της ψυχής
και περιττής βιασύνης
τα παραθύρια έχτισε
και σφράγισε τις πόρτες
τα χέρια του μισεί
που σφάλισαν το όνειρο
στης πέτρας τη σιωπή
Τα ποιήματα «Ένα κύμα», «Κόπασε η μέθη», «Στη Σκάλα» και «Το γαλαζοπράσινο χρώμα», έχουν δημοσιευθεί στη σελίδα fb του Δημήτρη Τσικριτέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου