Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος, "Η Ελένη"

 


Η Ελένη

(αποσπάσματα)


(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά − ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, −δισταχτικός πάντα,− η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· − είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, − ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, − σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·− δεν ήξερες πια τι ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. [...] Όχι, όχι, − δεν είναι δυνατόν. Γριά − γριά − εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια − Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της − ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).



Ναι, ναι, − εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες − κάτι θέλουν να πουν, − ανοησίες. Η μια τους

έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,

να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, −ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει

ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού − μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του

και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου − ο δεσμός μου

με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· − είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

[…]


Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου

σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,

χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους

το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,

έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως

να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.


Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη −τι κούραση, θε μου,−

κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα

σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα

σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας

το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,

το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.

Πριν από λίγους μήνες,

με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα

τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,

να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κ’ οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.

 

Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες

μου ζώσανε το στόμα − τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη −

άγριες τρίχες, μακριές, − σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,

ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια

βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· − τι να κάνω;−

φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.

[…]


Όχι πως δε θυμάμαι πια, − θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις

δεν είναι πια συγκινημένες, − δε μας συγκινούν− απρόσωπες, γαλήνιες,

καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία

κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.

                                                                                         Κείνο το δείλι,

τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,

απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα

στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές - στιγμές, λαμπύριζε

πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη

ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, − ανέβηκα μόνη

στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,

                                                            μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα

σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου

τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο

ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη

που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά −

                                                                έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,

την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη

του πολυχρόνιου πολέμου· −

                                                      μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας

από την περικεφαλαία του Πάρη, − μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της
είδα,

μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος

επάνω απ το κεφάλι του − ένα ολόφωτο μηδέν.

Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· −

την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρις,

δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,

λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,

κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.

 

Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους −

εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,

χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,

σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, − ελεύθερη

από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,

μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει

το χαμόγελο της ελευθερίας.

                                                    Μπορούσαν

κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.

                                                                         Έδινα στόχο

βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια

στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.

                                                                             Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα

για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους − γνωρίζοντας στο βάθος

ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος

της ομορφιάς και της αθανασίας μου −

                                                                        (ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:

δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).

                                                                                                                         Τότε

πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· − το τρίτο

το κρατούσα στο στόμα μου − τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους

με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.

Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,

ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν

εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν − τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα

τίποτ’ άλλο μετά, − μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι

να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· − ίσως κιόλας

να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.

                                                                      Δεν είδα.

                                                                                           Είχα κινήσει τα χέρια,

είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.


Αυτό μου μένει ακόμη − κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση,
κ’ ίσως

αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο − μια στιγμιαία ελευθερία,

φανταστική, βέβαια, κι αυτή − παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας.
Οι γλύπτες,

σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν

τα τελευταία αγάλματά μου· − και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·

θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους

και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα

μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα

ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο

με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο

όπου δυο - τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι

που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.

[…]


Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του
χρόνια

είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε

στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες

και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν

στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη

σα να απειλούσε κάποιον. Ποιος νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο

σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, − μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,

σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,

σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.

                                                                              Ονειρευόμουν τότε

τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,

ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, − με τι προφάσεις
ευφάνταστων κινδύνων,

ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια

μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν

με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.


Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· − θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της

η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του −

μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, − τι χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες

μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα − τις νιώθεις

ασάλευτες, μαλακωμένες − πιο τρομερές από πριν, − δε συνθλίβουν,

πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό − δε γλιτώνει κανένας.


Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, − να κλείσω τα μάτια,

να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω

το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω −

φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω

απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,

τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν

με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.

Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.


Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο

οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να
επιστρέφει

από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου

με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,

με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,

που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω

διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του
ηλεκτρολόγου

που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.


Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία

έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα

μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω

απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,

με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.


… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, − να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου − ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,

εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω

στις μύτες των ποδιών − να πατήσω στον αέρα, − το τρίτο λουλούδι −



(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. […] Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κ' οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’  ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι −«ως να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,− αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του − όσα γλιτώσαν − θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. «Για το Νεκροτομείο», είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου − τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος - Αύγουστος 1970




Η Ελένη (1972).
Πηγή: Τέταρτη διάσταση (1956 -1972), εκδόσεις Κέδρος, 28η έκδοση.

Στην εικόνα: Dante Gabriel Rossetti, «Helen of Troy» (1863).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου