Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Κατερίνα Κούσουλα, "θαυματουργή πλην έρημος"





στο ακροταίναρο


του ακροταίναρου σε περιμένει θάλασσα
φοβούνται οι ασφόδελοι τα τέλειά της ρίγη
του μαύρου πέλαγου πιο κίτρινοι
γίνονται τώρα ένα με το φως
το διαλυμένο τέθριππο
τις πύλες του θανάτου

(λιβάδι δίχως άνθη σκοτεινά
νερά. προετοιμάσου)





η πρόβα


κάθε φορά ετοιμαζόσουν: καρφίτσες στα χείλη
θα ράψουμε, έλεγες· το βλέμμα πυρώνεις
για να ισιώσεις σίδερο
τα άτακτα υφάσματα

γύρω στο σπίτι παντού ξέφτια σου
όχι, δεν είναι ξέφτια, έλεγες
είναι τα υλικά μου για να ζήσω
μ’ αυτά δημιουργώ αριστουργήματα
πράγματι, δικό σου ήταν έργο
ο ιδιότυπος βασιλικός χιτώνας στην παράσταση
και συζητήθηκε πολύ κι εκείνο
το για τη νύφη διάφανο
−που σαν κουρέλι έμοιαζε υφάσματος πολύτιμο−
κατάσαρκο μαντήλι

τα υλικά μου για να ζήσω.
πρόβα ζωής με χίλια βελονιάσματα
ύφασμα πάνω από το ύφασμα πετάς
το ξόμπλι θάμπωσε το βλέμμα σου
όμως εγώ μέσα στην αγωνία
το σώμα, φώναξα
το σώμα μην το κρύβεις


πρόβα ζωής χωρίς ποτέ πειστήριο
το σώμα μου
ενός εγκλήματος θανάτου σώμα






βήμα παιδικό


πήρα τη θάλασσα. μα ήτανε κάμπος
έτρεχε έτρεχε σα φως πάνω σε σχήματα
χρώματα απόπνοιες της γης φεγγοβολούσαν φανερά
στεφάνι ο ουρανός πλατύς τρυπάει το πρόσωπό μου

στα οργωμένα τα χωράφια του χειμώνα περπατώ
με ασυνήθιστο το βήμα παιδικό
σκοντάφτω χάνομαι στους χωματένιους βώλους
τις απαλές ετούτες φτέρνες μου σκληρά πατώ
στα προπετή παπούτσια υποκύπτω σταθερά
μα η γιαγιά μου η γη δε με ξεχνάει
γνωρίζει εξ επαφής τα βήματά μου





μικρό τραγούδι της αλεξάνδρας


κρύψε μικρή αλεξάνδρα τις φωτιές σου
χλωμή μορφή παλιά ψυχή δαρμένα μάτια
το παραμύθι ήταν η κάπα σου η κόκκινη στο αίμα
φράχτης τα λόγια σιωπηλά με πείσμα να υπερβαίνεις

σε ξένα δάση και με δέντρα μυτερά
να τον τρυπούν τον χιονισμένο σου ουρανό να στάξει
χάνεσαι ηθελημένα κι από περιέργεια
για τον τριγμό των παπουτσιών στο φρέσκο χιόνι

κι έτσι μακριά θα κατοικείς μαύρα παλάτια του βορρά
θ' αμφισβητείς σαν ξωτικό το αυταπόδεικτο καζάνι
κι όσο λευκά τα μάγια σιδερένια σπας
μαύρα παπούτσια θα φοράς
πάντοτε ανάποδα θα τρέχεις





παράδεισος


σημάδεψα τις πέτρες και τα χρώματα
πάλι τον κήπο σου περιέγραφα να ξέρεις
κι ήταν τα ξημερώματα στις τέσσερις
ώρα βαθιάς περίσκεψης σαν
σεργιανούν όνειρα τα ακάθεκτα πυκνά
ανοιγοκλείνουν αρχαίες πόρτες

σε βρήκα εκεί πάλιν εκεί
στο κέντρο παραδείσου ακραιφνούς όπου
πουλιά ευφάνταστα σύραν φωνή
μες στα πυκνά φυλλώματα πλαγίων δέντρων

κρυμμένη στης αυγής το ψήλωμα
ψιθύρισα στ’ αυτί σου την αλήθεια

ένα πολύχρωμο γιοφύρι ολόρθο αναδύθηκε
(τα ερείσματά του άδηλα όπως πρέπει)

έπειτ’ ανέβηκε ένας ήλιος μάταιος
έλιωσε το γιοφύρι κι απ’ ανάμεσα
πικρά βουνά με όλα τα αγρίμια τους
μεσοστρατίς μού πάγωσαν το αίμα

μένω τυφλό παιδί σε δανεικό παράδεισο
κι ούτε φοβάμαι πια μην ξημερώσει





Από τη συλλογή «θαυματουργή πλην έρημος», εκδ. Κουκκίδα, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου