φοβούνται οι ασφόδελοι τα τέλειά της ρίγη
του μαύρου πέλαγου πιο κίτρινοι
γίνονται τώρα ένα με το φως
το διαλυμένο τέθριππο
τις πύλες του θανάτου
νερά. προετοιμάσου)
θα ράψουμε, έλεγες· το βλέμμα πυρώνεις
για να ισιώσεις σίδερο
τα άτακτα υφάσματα
όχι, δεν είναι ξέφτια, έλεγες
είναι τα υλικά μου για να ζήσω
μ’ αυτά δημιουργώ αριστουργήματα
πράγματι, δικό σου ήταν έργο
ο ιδιότυπος βασιλικός χιτώνας στην παράσταση
και συζητήθηκε πολύ κι εκείνο
το για τη νύφη διάφανο
−που σαν κουρέλι έμοιαζε υφάσματος πολύτιμο−
κατάσαρκο μαντήλι
πρόβα ζωής με χίλια βελονιάσματα
ύφασμα πάνω από το ύφασμα πετάς
το ξόμπλι θάμπωσε το βλέμμα σου
όμως εγώ μέσα στην αγωνία
το σώμα, φώναξα
το σώμα μην το κρύβεις
το σώμα μου
ενός εγκλήματος θανάτου σώμα
έτρεχε έτρεχε σα φως πάνω σε σχήματα
χρώματα απόπνοιες της γης φεγγοβολούσαν φανερά
στεφάνι ο ουρανός πλατύς τρυπάει το πρόσωπό μου
με ασυνήθιστο το βήμα παιδικό
σκοντάφτω χάνομαι στους χωματένιους βώλους
τις απαλές ετούτες φτέρνες μου σκληρά πατώ
στα προπετή παπούτσια υποκύπτω σταθερά
μα η γιαγιά μου η γη δε με ξεχνάει
γνωρίζει εξ επαφής τα βήματά μου
χλωμή μορφή παλιά ψυχή δαρμένα μάτια
το παραμύθι ήταν η κάπα σου η κόκκινη στο αίμα
φράχτης τα λόγια σιωπηλά με πείσμα να υπερβαίνεις
να τον τρυπούν τον χιονισμένο σου ουρανό να στάξει
χάνεσαι ηθελημένα κι από περιέργεια
για τον τριγμό των παπουτσιών στο φρέσκο χιόνι
θ' αμφισβητείς σαν ξωτικό το αυταπόδεικτο καζάνι
κι όσο λευκά τα μάγια σιδερένια σπας
μαύρα παπούτσια θα φοράς
πάντοτε ανάποδα θα τρέχεις
πάλι τον κήπο σου περιέγραφα να ξέρεις
κι ήταν τα ξημερώματα στις τέσσερις
ώρα βαθιάς περίσκεψης σαν
σεργιανούν όνειρα τα ακάθεκτα πυκνά
ανοιγοκλείνουν αρχαίες πόρτες
στο κέντρο παραδείσου ακραιφνούς όπου
πουλιά ευφάνταστα σύραν φωνή
μες στα πυκνά φυλλώματα πλαγίων δέντρων
ψιθύρισα στ’ αυτί σου την αλήθεια
(τα ερείσματά του άδηλα όπως πρέπει)
έλιωσε το γιοφύρι κι απ’ ανάμεσα
πικρά βουνά με όλα τα αγρίμια τους
μεσοστρατίς μού πάγωσαν το αίμα
κι ούτε φοβάμαι πια μην ξημερώσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου