Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Κατερίνα Γώγου, "Ιδιώνυμο"




Κ
οίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους…
τα περίπτερα πώς κρυώνουνε
απ’ τις βρεμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πώς τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και την ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πώς να τα ζητήσεις
πώς τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στυλ της καρέκλας…




* * *


Να δώσεις μια και να βγεις όξω απ’ την πόρτα.
Πάρε φόρα και βρόντα την πίσω σου.
Στήσου απέναντι και δες το πατρικό σου να σωριάζεται
τα παιδικά σου χρόνια δες τα καλά
να τη φουντάρουν απ’ τους φεγγίτες μουγγρίζοντας
σαν τα βόδια που τους πατάνε πυρωμένο σίδερο
και τα μαρκάρουνε
θρησκευτικές τελετές ξόρκια χρυσά σταυρουδάκια
μποδίζουν στο κατάπημα
στήσου απέναντι και κοίταξε
πόρτες και παράθυρα έχουν το σχήμα του σταυρού
τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Σάπιο η φωνή του αίματος
το κληρονομικό δίκαιο το κρατάει
την ώρα που θα πέφτει το τελευταίο καδρόνι
πέρα μακριά ανεμίζουν πουλιά
βάλε τα χέρια στις άδειες τσέπες σου
άνοιξε βήμα μη νοιαστείς για την ώρα
άνοιξε το στόμα σου ξύπνα τους ένοικους της γης
βάλε λόγια και δική σου μουσική
ξελαρυγγιάσου με την αγριοφωνάρα σου.
– Η ζωή
δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι
που ήταν
α-α-αταξίδευτο.




* * *


Είναι επειδή ήμασταν παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές − αγκαλιά απ’ τη μέση
μετρήσαμε τ’ αμέτρητα τ’ άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο − παιδιακίσα πράματα −
τον Ιούλιο κάποτε
γι’ αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σαν να μη φάμε ξύλο.
Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ!
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.




* * *


Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου, φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρόμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου ’χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.




* * *


Έλα να σου πω…
Έλα πάρε με από δω. Πάμε να φύγουμε από δω μέσα.
Τα χέρια μου τρέμουν σπάω συνέχεια πράγματα
έχουνε σπάσει τα νεύρα μου
κι εσύ −το βλέπεις− όποτε έρχεσαι δω
δεν έχω να σου πω τίποτα.
Μας καβαλάν τα έπιπλα μ’ αυτή τη λογική
που είναι ταχτοποιημένα
εκτρώσεις μπουκάλια καθρέφτες προγράμματα
η ιδιωτική ζωή των φίλων μου
−ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια.
Κάθε βράδυ ενώ βουλιάζω σε κάποια θάλασσα
εγώ φυλάγομαι με βρόχινη ομπρέλα. Σημαδιακά πράματα.
Σ’ όλες τις φωτογραφίες που τράβηξα στη γη
βγαίνει συνέχεια στον ουρανό
ένα κίτρινο άλογο που δεν προχωράει.
Είμαι πολύ λυπημένη σκοντάφτω συνέχεια
μπορεί… ε;… να φταιν και τα τακούνια
το μόνο που με δένει πια με τη μάνα μου είναι οι ενοχές μου
και τ’ όνομά μου Κατερίνα έτσι απλά που με φωνάζουνε
μου φέρνει δάκρυα δε θέλω να κλαίω
Πάρε με λοιπόν από δω.
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
πώς ζούνε το χειμώνα.
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
κι όλους τους φίλους που φύγανε
και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
αφού σ’ το χω γράψει σ’ το χω πει
όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
κι όλο αλλάζω σεντόνια
φέρε κι ένα τρενάκι ψεύτικο
πρέπει να παίξω γι’ αυτό δεν μεγάλωσα
και λέω το φαΐ μαμ και τον ύπνο για νάνι
σκέψου δεν έμαθα τίποτα τίποτα
μοιάζω με τα ζώα
όποιος ηλίθιος κυνηγός βγει μπορεί να με σκοτώσει.
ξέρω μονάχα αντακλαστικά
το δρόμο που πηγαίνει στη δουλειά
αρχίζω να γερνάω
ποτέ κανείς κανείς δεν κατάλαβε
θα μου πεις καλύτερα έτσι
θυμάμαι μικρή…
όχι. Θυμάμαι αργότερα…
όχι. Μεγάλη. Μετά θέλω να πω…
Ψέματα. Τώρα… Ούτε…
Μίλα! Μίλα!
Πώς έζησα;
Θέλω να φύγω από δω!
Αρχίζω να ξεχνάω…




* * *


Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
–μη βλέπεις εμένα– μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θα ’ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δεν θα βγαίνουν στην τύχη.
Δεν θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δεν θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία –δεν θέλω να λέω ψέματα–
δύσκολοι καιροί.
Και θα’ ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά–
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.





Από τη συλλογή «Ιδιώνυμο» (1980).

Πηγή για την εικόνα: https://www.imerodromos.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου