Ρόδινος φόβος
το μελαγχολικό αστείο δέντρο.
Έχει κι αυτό κνήμες.
Ναι, υπάρχει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι του.
πως η Ασίγια-χάν ήταν μαιτρέσα του
και πως μαζί οι δυο τους άναβαν
τ’ αστέρια το χειμώνα.
άλλαξε ο καιρός.
Τα μονοπάτια στριμωχτήκανε
ανάμεσα σε ύπουλα κομμάτια βράχου
κι ο ελαφρύς ιριδισμός των πρωινών
στεγάστηκε κάτω από επίβουλα φτερά.
Στη βόρεια ακτή, εκεί που φώναζα
η μυρωδιά της θάλασσας και τ’ άρωμα των λουλουδιών
κόπηκαν ξαφνικά, και ξαναχτίστηκε το σπίτι
μόνο του.
εκεί που μ’ έθαψε ο σκληρός αφέντης μου·
αυτή η ομορφιά σαν θερισμός ακούγεται.
Κάποιες κατάφεραν να γίνουν ευδιάκριτες
λίγες πιο δυνατά
οι πιο πολλές θα γίνουνε στο χρώμα
− βαλές ή ντάμα −
εύκολα το γεφύρι γίνεται ποτάμι.
Από την ενότητα
Ο
χρόνος
μ’ ένα κομμάτι απ’ το στήθος της
ένα τρελό κομμάτι.
ή μάλλον γλιστρά
οι φτέρνες δεν σηκώνονται.
ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι της
ενώ οι μέλισσες και τα μερμήγκια οδηγούνται
απ’ τον ήλιο.
περνάει στο αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες
σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει
τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.
κάτω απ’ τον μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων
θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού.
Από την ενότητα
Οι
μάγισσες
γραμμένα στις αρχές του περασμένου αιώνα
ταιριάζουν απολύτως υποθέτω
στη συντομία και την αυστηρότητα μιας είδησης
απ’ όσο μακριά κι αν φτάνει
με τ’ άλογα που σταματήσαν μόνο για να πιουν νερό·
αυτό το χρώμα κι η ποιότητα χαρτιού
ευγενικά εξιστορούν την έκβαση της ιστορίας
χωρίς το βλέμμα ν’ αποστρέφεται
και ν’ αποφεύγει τις εικόνες
ή το γλυκό χαμόγελο που δεν θα γίνει
μάταιος θρήνος αλλά ψάθινο κουτί
− δεν είναι και πολλά τα πράγματα για κάποιον που
γελώντας μες στα άνθη
θα περιπλανηθεί χωρίς αλλοτινές χαρές
κι αυτό τ’ ομολογώ γιατί αν και δεν θα ’πρεπε να φέρομαι
μ’ αυτό τον τρόπο
ζηλεύω τρομερά το μέρος που διαλέξατε να ζείτε
κι όπου αθόρυβα και μεταξένια ηρανθή
ανοίγουν μ’ όλο που δεν είν’ ακόμη
νύχτα
πάνω στη λίμνη του σπιτιού.
φορώντας τα αλαφριά της ξυλοπάπουτσα.
καμιά ευγενική γυναίκα δεν με φροντίζει.
Ζεσταίνω το τσάι μου μόνος·
σηκώνω το κερί και διαβάζω
όχι ποιήματα όχι
τον πράσινο αχνό των δένδρων έξω απ’ το παράθυρό μου.
Θυμάμαι ωστόσο δύο στίχους από μια συλλογή του
Σουντό Μόρι:
«Ζέστη από τον κόρφο θαυμάσιου κοριτσιού».
σε άσπρα σύννεφα
σε κοντινές
ήσυχες απειλές
αυτό το νερό που κυλά
είναι ο θάνατος
το δάσος του παιδιού.
Από την ενότητα
Τα ταξίδια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου