[Πόρος]
Απέραντη
γραφοσύνη
μέσα
μου
με
σκέψεις του διηνεκούς
τα
πέτρινα σπίτια του λιμανιού
λυσσαλέα
απαιτούν·
ένα
καράβι
ανοίγει
πανιά
για
να ψελλίσει λόγια
-ας
είναι δυο λέξεις-
που
θα μαρτυρήσουν
πώς
απέτυχε
το
ποίημα του καλοκαιριού·
το
φιλί θριαμβεύει
κι
οι στίχοι σωπαίνουν ηττημένοι
κατά
το σούρουπο
[Τα γέρα]
Βουτάνε
στα στερνά του
ρήματος
οι ελπίδες του
ποιητή
κι αλλόκοτα
χορεύουν
τα
στοιχειά
του στην
άνω
στιγμή·
ήλιε
ανήλιε σκοτεινέ της
γαλαρίας
θιασώτη κράτησε το
ποίημα
για σένα
γύρισε
την πλάτη σου στα
γέρα
κι
αύριο τ’ όνομά σου θα
λαλεί
κι ο πιο
κανονικός
που
από ποίηση δε ξέρει
[Τα τρένα του Οκτωβρίου]
Βιάζομαι
να γράψω μιαν αγαπημένη λέξη
καθώς
κοιτώ τα τρένα
ν’
αναχωρούν του Οκτωβρίου
/ζωές φορτωμένα
λογοφέρουν
για μια θέση καλή
για ένα ακούσιο σκούντημα
στον στενό διάδρομο
σε
λίγο θα διασχίσουν ποτάμια
θα
χαθούν στα πυκνά τα διάσελα του μυαλού μου
/σε χρόνους και τομές
που με παύουν
άτσαλα
και δονούν τα βήματά μου δώδεκα όγδοα
τομεση-μέρι-καίειτο-μέτωπόσου
έτσι
όπως φθινοπωριάζει εδώ
ξεραίνεται το στόμα μου
σαν τα φύλλα που σέρνονται
στη γη
κάνω πως ξεχνώ το παρακάτω
Ας
τελειώσουμε επιτέλους
με
αυτόν τον θάνατο·
κι
έχει ο ξένος έναν πάγκο περασμένο
στον
λαιμό του
με
αναπτήρες και χαρτομάντιλα
/η άρνηση είναι δεδομένη
όταν ανοίγω τα σημειώματα
της φθοράς
κι ας είναι -λέω πετρόκαρδη-
η έμπνευση πιο πάνω
από τον οίκτο
μ’
αγοράζω ν’ ανάψω το τσιγάρο μου
να σκουπίσω τα δάκρυα
αυτών που αφήνω πίσω
κι όπως όπως
περνώ τη βαλίτσα
μέσα απ’ τον στενό τον διάδρομο
να λογοφέρω και εγώ
όπως όλοι
Θεοδώρα Βαγιώτη
Πρώτη
δημοσίευση
Στην εικόνα: William Henry Jackson (1843-1942), «The Jupiter and Lake Worth Railway
at Jupiter, Florida».
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου