Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Μαυρογένης, "Τρία ποιήματα"





Η γαλανόλευκη σκάλα


Νηνεμία, τα μάτια καρφώνονται στον ακύμαντο γιαλό.
Το βέλος κατευθύνει τον επισκέπτη προς το ναυτικό μουσείο.
Στη γαλανόλευκη σκάλα δεσπόζει η φιγούρα του ναύτη, του αφανούς
     στυλοβάτη της πόλης.
Αγόρι που γεννήθηκε για να εκπληρώσει την προκαθορισμένη αποστολή.
Ούτε καν έφηβος, μαθητής της θάλασσας στα ψαροκάικα.
Πρόβα πριν το παρθενικό μπαρκάρισμα.
Η άγκυρα του πεπρωμένου!
Ταξίδεψε σε μέρη εξωτικά και ταυτόχρονα αφιλόξενα.
Θύμα των αρπακτικών των δρόμων, των πεινασμένων για οποιοδήποτε
     αντικείμενο.
Τα δύο άκρα της ζωής!
Πόσο χαμηλά πέφτει ο άνθρωπος και τι απύθμενη υπομονή κατέχει,
ώστε να αντέξει τη νοσταλγία, τις στερήσεις, τον αδιάκοπο μόχθο!
Ανέβηκε για χάρη της οικογένειας, της πόλης, αναρίθμητα σκαλιά
     με περισσή αξιοπρέπεια.





Το βαρύτιμο μετάλλιο


Νοιαζόταν για τα αδέλφια του, επιδίωκε προσωπική εκδίκηση.
Του άρεσε να τον κατατάσσουν πρώτο μεταξύ των πρώτων.
Ο βασιλιάς της πρόκλησης διεκδικούσε τη στέψη αδιάλειπτα.
Ενοχλούσε με το ταλέντο του, ενοχλούσε με την υπεροψία του.
Χόρευε με τα πόδια στο ριγκ, με λεκτικά χτυπήματα σφυροκοπούσε
     το μυαλό του αντιπάλου.


Κάποτε ενόχλησε περισσότερο από ποτέ!
Τον πρόσταξαν να αφήσει τα γάντια και να πιάσει όπλο,
να καταδιώκει και να περιπολεί σε ανοίκεια εδάφη.
«Δεν έχω τίποτα να μοιραστώ με τους Βιετκόγκ
Αυτοί ποτέ δεν με κοίταξαν αφ’ υψηλού,
Αυτοί ποτέ δεν με στιγμάτισαν για το δέρμα μου.» αποκρίθηκε ενστικτωδώς


Έριξε την πιο καθαρή και εύστοχη γροθιά του.
Του έκλεψαν τον τίτλο, του άρπαξαν τα γάντια.
Το μέτρημα του διαιτητή βασανιστικά μακρόσυρτο.
Επέστρεψε στο ρινγκ μετά την εκδικητική τιμωρία,
ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε για το χορό της ανυπακοής.
Απέκρουσε τα χτυπήματα, έμεινε μακριά από τον βούρκο.
Είχε κατακτήσει το πιο βαρύτιμο μετάλλιο!





Νέα πόλη


Στη νέα πόλη οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες
Τα παράθυρα έχουν θέα στα άστρα
Τα καναρίνια κελαηδούν εκτός κλουβιών
Η αστερόσκονη του μαγικού ραβδιού αιωρείται στις αλάνες
Οι μαθητές με τη ζωντάνια τους σκορπούν την ανία
Οι ώριμοι οδοιπόροι απολαμβάνουν τη σχόλη
Ο ήχος των ζαριών ανακόπτει τη βιασύνη
Η κλεψύδρα καθίσταται παρωχημένη
Τα ποδήλατα, οι ρόδες της αθόρυβης στροφής
Η θάλασσα ταΐζει τους εργάτες της, δεν γυρνούν ποτέ σπίτι με άδεια χέρια
Οι πληγωμένοι στηρίζονται σε στιβαρούς ώμους
Οι χώροι ανάρρωσης κέντρα επούλωσης
Ουδείς στερείται το βάλσαμο της αρωγής
Τα αποθέματα εμπιστοσύνης ανεξάντλητα,
η νέα πόλη θεμελιώνεται στο κοινό μας σεργιάνι.





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Henry Scott Tuke, «Sleeping Sailor» (1905).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου