Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης, "Συμφωνία αρ. 1"




Συμφωνία αρ. 1

 

(αποσπάσματα)

 

 

Ι



Η μέρα πέθανε πάνω στις ραχητικές βρώμικες στέγες.

Πίσω απ’ τα τζάμια, θολά στριμωγμένα πρόσωπα κοιτάζουνε τον κόσμο να βουλιάζει

Ύστερα είδαμε πως δεν ήταν πρόσωπα

μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος

που σχεδιάζανε πάνω στα τζάμια της πολιτείας

λίγη ζωή. Κι ύστερα

τίποτα.

Τα τελευταία κάρα χάθηκαν στο βάθος του δρόμου

κουβαλώντας πέτρα κι ασβέστη. Μα όλες τώρα οι πέτρες της γης

δε θα μπορούσαν ν’ αναστήσουν πια αυτήν την πόλη

που κάθε βράδι γκρεμίζεται μες στις παλιές μεγάλες αναμνήσεις της.




Μια γρηά σήκωσε τ’ αδράχτι της κι έδειξε μακριά την πυρκαγιά

ο καπνός ανέβαινε φιμώνοντας τ’ ουρανού το στόμα

κάποιος σε μια πλατεία φώναξε: αργήσαμε, αργήσαμε

μα δεν ακουγόταν καλά, γιατί φυσούσε.




Ένα σκυλί ολομόναχο στον βραδιασμένο κάμπο. Βρέχει.

Ακούστηκε μακριά ο εσπερινός

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι απ’ το βάθος του χρόνου

καλούσε βοήθεια.

Κι οι οργανοπαίχτες στις γωνιές των καπηλιών

με τις φτωχές ωχρές κιθάρες σταυρωμένες πάνω στα λιγνά τους χέρια

παρηγορούσανε τη θλίψη και την καταφρόνια και τη λησμονιά.






Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο

κοιτάζονται στα μάτια, γεράσανε

δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα

πόλεμοι, φτώχια, δισταγμοί,

η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις −έφυγε η ζωή.

Τώρα κοιτάζονται στα μάτια και κλαίνε, τουρτουρίζοντας κάτω απ’ το υπόστεγο

και το νερό κυλάει κυλάει

κι οι σπόροι φουσκώνουν κι αναδεύονται και τρίζουν και σκάζουν μονομιάς

πνίγοντας σε μια πράσινη πλημμύρα και τα ζευγάρια και τα υπόστεγα και τα δάκρυα και τους δισταγμούς

και τις θυσίες και τα εγκλήματα και τις εποχές

αδιάφορο, αγέραστο, ασύγκριτο

κυλάει κυλάει…



 



ΙΙ



Ήταν ένα μεγάλο, αξέχαστο φθινόπωρο.

Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.



Τραίνα, γεγονότα, χρόνια τρέχανε καταπάνω μας

παραμερίζαμε τρομαγμένοι

τρυπώνοντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε

μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά, χιλιοτραγουδημένα συνοικιακά ξενοδοχεία

καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες κι εύκολη έμπνευση στους ποιητές.




Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα στις πόρτες

φθαρμένα από ανήσυχα ταραγμένα χέρια

ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεββατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν

μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές και παλιά ανήμπορα έπιπλα

απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά

κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση

ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό

κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς.

Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κατορθώσανε

παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλλα τής απόχτησης.






Και πάντα ο χρόνος

από δυο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα

κάνοντας σε λίγο δυο αδιάφορους ξένους

που σ’ άλλα τώρα βαθειά κρεβάτια πάνε να πλαγιάσουν

και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας

είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.






Μα όταν βραδιάζει πια και σκοτεινιάζει ο ουρανός και μακριά σφυρίζουν τα τραίνα

και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο

ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα

και μέσα στη σιωπή, σαν ένα σιγανό τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων

που πεθαίνουνε σιγά σιγά

αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλον λαχανιάζοντας

όρκοι, αγκαλιάσματα, παροξυσμοί, φιλιά

δάκρυα πιο γλυκά απ όλες τις ευτυχίες

ρίγη, λόγια απίθανα, τρέλλες, πάναγνη προστυχιά

κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.

Κι άλλα πιο φοβερά κι ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε

και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.






Συμφωνία αρ. 1 (1957).

Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση [Τόμος 1]»,

εκδ. Κέδρος, 14η έκδοση 2003.


Στην εικόνα: Carl Spitzweg «Old tavern near Starnberger See», 1865.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου