Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργος Χ. Κασαπίδης, "Λωτός"




Λωτός


Το τζάκι έκαιγε τα πάντα. Άλλοτε αργά κι άλλοτε μ’ ανεξέλεγκτη ταχύτητα. Κομμένα κούτσουρα βελανιδιάς ή οξιάς, κάποτε και λευκής σημύδας, λόγια που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους, αγεφύρωτα βλέμματα που δεν διασταυρώθηκαν στο ημίφως, τσόφλια από καρύδια και αμύγδαλα, παλιά σανίδια, ρετάλια από οικοδομές που δεν ολοκληρώθηκαν, λευκές ή μουτζουρωμένες σελίδες, φλούδες από μανταρίνι που ανέδιναν εξαίσιες μυρωδιές, ένα κομμάτι από αυτοσχέδιο μπαστούνι (το μέρος της χειρολαβής) που έτυχε να παραπέσει ανάμεσα στα προσανάμματα…
Γάβγιζε πάντα ένα σκυλί δεμένο στην απέναντι αυλή, στο δρόμο πέρναγαν αδιάφοροι περαστικοί, βιαστικά τροχοφόρα και όλο πιο συχνά τον τελευταίο καιρό, δυο νεαρές ποδηλάτισσες με ολόσωμα μωβ φορέματα.
Όμως, ό,τι θυμόμουν καθαρότερα σ’ αυτήν της παλιά κατοικία ήταν το βλέμμα του ευγενικού ιδιοκτήτη κάπως φευγαλέο, να κοιτά στο πίσω μέρος της αυλής στο σημείο όπου δέσποζε και το μοναδικό οπωροφόρο δέντρο γεμάτο με λωτούς. Ακόμα κι όταν έπεφταν τα πολύχρωμα φθινοπωρινά του φύλλα στα τέλη του Νοέμβρη, αρκετοί από τους βαθύχρωμους καρπούς συνέχιζαν ώριμοι και ανέγγιχτοι να στολίζουν τα κλαδιά, έως αργά και τον επόμενο μήνα, των Χριστουγέννων. Στον παραδίπλα χώρο, όπως ακριβώς τον καιρό που έμενα μόνιμα στη γειτονιά, κατά μήκος της περίφραξης, κάτω από ένα αυτοσχέδιο υπόστεγο, υπήρχαν χειμώνα καλοκαίρι με μικρές αυξομειώσεις ξύλα παλαιάς και νέας κοπής στοιβαγμένα με τέχνη και μεράκι.
Το ίδιο στοιβαγμένα, όπως τα φανταζόμουν, μέσα στο σπίτι σε παράλληλες νοητές γραμμές, αμέτρητες σκέψεις και εικόνες, κινήσεις καθημερινές και σπάνιες, σχέδια και αποφάσεις που δεν τελεσφόρησαν κι έμειναν να στοιχειώνουν τα λίγα τετραγωνικά του άδειου πλέον καθιστικού και των υπόλοιπων σφραγισμένων από τη λήθη δωματίων.
Όταν ήρθε η ώρα για “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”, ο κ. Ευγένιος (όνομα που θα του ταίριαζε σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια), σαν έτοιμος από καιρό, έφαγε ελαφρά πίνοντας ένα ποτηράκι τσίπουρο, ξάπλωσε για λίγο στον καναπέ και κοιμήθηκε για πάντα σιωπηλός, όπως στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Δύο ολόκληρες μέρες κι αφού προηγήθηκε η εύλογη ανησυχία του κυρ Γιώργη του φούρναρη, ανακάλυψαν τη σωρό του, κοιτώντας προς τα μέσα από το ίδιο παράθυρο που εκείνος παρατηρούσε έως τότε καθημερινά τον έξω χώρο στο πίσω μέρος της αυλής. Δυο τρεις γυναίκες του κατηχητικού της ενορίας ανέλαβαν εθελοντικά να τον ντύσουν (σχίζοντας λόγω ακαμψίας τα ρούχα του) και να τακτοποιήσουν τα στοιχειώδη για την εκφορά. Συγύρισαν λιγάκι το σπίτι, άλλωστε δεν ήθελε και πολλά, όλα ήταν μια χαρά τακτοποιημένα. Δεν τις άφησα να αγγίξουν μόνο το τραπέζι με τα δύο σερβίτσια. Είπα ψέματα (πιθανολογώντας βεβαίως την πιο βέβαιη για κείνον συνήθεια και αλήθεια) πως ήταν επιθυμία του μακαρίτη να παραμείνει έτσι και πως μου το είχε εκμυστηρευτεί σε μια κατ’ ιδίαν συζήτηση κάποτε. Κατόπιν, οι γυναίκες (τέσσερις στον αριθμό) στρώθηκαν στους καναπέδες αντικριστά σε σχήμα σταυρού κι εκεί που διάβαζαν τα εκκλησιαστικά, έπιαναν ενδιάμεσα για ώρα την κουβέντα, τάχαμου ψιθυριστά κι έλεγαν διάφορα για τον “συγχωρεμένο”, πόσο καλός και πόσο καλόβολος ήταν ο κυρ Παντελής (εμένα δεν μου άρεζε αυτό το όνομα, το Ευγένιος του πήγαινε καλύτερα) και πόσο κλειστός συνάμα και πόσο ακατάδεκτος, μοναχικός, ίσως και “κουσουρλής”, ανόητα κουτσομπολιά του κόσμου κι άλλα πολλά που δε λέγονται. Έφυγα έξω να μη τις ακούω, κάργιες, τσάμπα τόσο εκκλησίασμα.
Εμένα, λίγο που τον έζησα δυο καλοκαίρια, δυο τρεις φορές απ’ έξω και δυο τρεις εντός της οικίας του, μου φάνηκε σε όλα εντάξει, τζέντλεμαν. Λίγες κουβέντες και σταράτες. Μεθοδικός, με τα αντικείμενα του κήπου και με τα κουζινικά, τρυφερός με τα σεντόνια, τις κουβέρτες και τα έπιπλα. Επιμελής με το αγαπημένο του, σκαλιστό από τον ίδιο, χειροποίητο τραπέζι. Εκεί με κέρασε γλυκό σταφύλι, και κρασί από το αμπέλι του και μου ’πε το κρυφό του μυστικό. Πως κάθε Κυριακή σερβίριζε για δύο. Το αγαπημένο της φαγητό, όπως τουλάχιστον το φανταζότανε εκείνος. Πατάτες λαδολέμονο με ρίγανη, μαζί με κεφτεδάκια ζυμωμένα με πολύ κρεμμύδι, τριμμένο παξιμάδι, φρέσκο δυόσμο και λίγη κανέλλα. Αδιάφορο αν αυτή δεν ήρθε ποτέ στην ώρα της, ούτε καθυστερημένα. Αδιάφορο, αν δεν γνώριζε καθόλου την εμμονή, την επιμονή και την υπομονή του άντρα που την ονειρευόταν να στέκει απέναντί του επί τριάντα τρία συναπτά έτη.
Εκείνη, όποια κι αν ήταν, έχασε περισσότερα από όσα απλόχερα θα μπορούσε ο κύριος αυτός να της προσφέρει. Ενώ εκείνος, έριξε τα χαρτιά και δεν ανακάτεψε την τράπουλα. Κι ας ήρθαν όπως ήρθαν, κι ας ήταν πάντα ο χαμένος. Είχε τουλάχιστον κάποια να σκέφτεται, κάποιαν να περιμένει…
Το σπίτι μετά την εκδημία του, δίχως απογόνους και κληρονόμους σφραγίστηκε από την αστυνομία κι έμοιαζε δυο χρόνια μετά σχεδόν ερειπωμένο. Όμως, εγώ, όποτε το επισκεπτόμουν, συνήθως τα Χριστούγεννα όταν επέστρεφα στο πατρικό μου, έβλεπα, όχι πάντα, κάποιες νύχτες τον καπνό που έβγαινε από την καμινάδα του και το καντήλι του να αναβοσβήνει. Τα ξύλα όλο και λιγόστευαν στην αυλή. Ήταν δεύτερος χειμώνας που περνούσα απ’ έξω κι όλο δίσταζα να μπω.
Δεν θα ’μπαινα ίσως ποτέ, αν δεν είχα γνωρίσει τη Νικόλ. Την πέτυχα μια νύχτα ψιλολιώμα στο “Σαλούν”, το απίθανο μπαράκι που ’χε ανοίξει σε μια πάροδο της Πατριάρχου Διονυσίου ο γείτονάς μας στους Αμπελόκηπους, ο Μπακομπίκος. Πήγαινα σχεδόν κάθε βράδυ για την ατμόσφαιρα, για την ωραία γκαρσόνα και την εκπληκτική μουσική που έβαζε ο φίλος από την παλιά μου δουλειά στο δασαρχείο, ο Γιώργος, ο Λούζερ που είχε πάνω από 3000 προσωπικούς δίσκους βινυλίου. Με τη Νικόλ κολλήσαμε από την αρχή κι ας την έριχνα 20 τουλάχιστον χρόνια. Εκείνη μόλις στα 24 κι εγώ πατημένα τα 45, αλλά αμετανόητα εργένης και αλάνης. Δεν ταιριάζαμε σε τίποτα σχεδόν εκτός από το αλκοόλ, βότκα με δυο παγάκια μόνο και μια φέτα λεμόνι. Άλλη γενιά, άλλη χώρα ενηλικίωσης, άλλες ιδέες αυτή, άλλες εγώ, ίσως για αυτό να τα βρήκαμε, όσο τα βρήκαμε, για ένα δεκαπενθήμερο τουλάχιστον. Εγώ πιο μετρημένος κάπως, δήθεν πιο σοβαρός, εκείνη τελείως χύμα, με τατουάζ και διάφορα περίεργα αξεσουάρ, σπάνια εκείνο τον καιρό στις μικρές επαρχιακές πόλεις σαν τη δική μας. Καθόλου γαλλικά εγώ, ούτε αυτή πολλά ελληνικά από τη μεριά της μάνας της, συνεννοούμασταν με λίγα αγγλικά στην αρχή, με τη γλώσσα του σώματος στη συνέχεια. Η Νικόλ, απίθανο κορμί και πρόσωπο δίχως ψεγάδι. Παθιασμένη και ασυγκράτητη, σκέτη φωτιά. Ήθελε να το κάνουμε αν ήταν δυνατόν, επτά φορές τη μέρα και πάντα κάπου αλλού. Πάνω σε τρένο, μέσα σε ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει, σε τραμπάλες, σε δέντρα, σε καπό αυτοκινήτων, σε παλιές οικοδομές, σε αγροτικές αποθήκες, σε γκαζόν, σε άμμο, σε τσιμέντο, όρθιοι, καθιστοί, κρεμασμένοι από σκοινιά… παντού, εκτός από κρεβάτι και στρώμα. Πονούσε όλο μου το σώμα κι ήμουν στα όρια αλλά δεν έκανα πίσω. Όχι πως δεν τα θελα κι εγώ, αλλά σε κάποια φάση θα προτιμούσα και μια άλλη επαφή, λιγάκι πιο πνευματική, λέμε τώρα.
Κάποια στιγμή που της είπα για το σπίτι του κ. Ευγένιου, μου ’φαγε τα αυτιά να μπούμε μέσα από περιέργεια δήθεν. Ήταν αδύνατο να την πείσω να μην…
22 Δεκεμβρίου του 1997, το θυμάμαι σαν σήμερα, μπήκαμε πηδώντας το συρμάτινο φράκτη. Μάζεψα λίγα προσανάμματα και ξύλα. Άνοιξα παραβιάζοντας το πίσω παράθυρο. Το καντήλι είχε λάδι και καινούριο φιτίλι αλλά χωρίς φλόγα, όμως στο τζάκι υπήρχαν λίγα κάρβουνα αναμμένα και παραδίπλα δυο φλούδες από μανταρίνι μισοκαψαλισμένες ανέδιναν υπέροχη μυρωδιά. Δεν ήταν λογικό το σκηνικό, όμως δεν έδειξα την παραμικρή έκπληξη.
Η Νικόλ ταράχτηκε λίγο στην αρχή, αλλά γρήγορα επανήλθε κι άρχισε να εξερευνεί χώρους και πράγματα. Έσυρε ένα μπαούλο από την κρεβατοκάμαρα στο καθιστικό και προσπαθούσε να το ανοίξει. Της είπα πως δεν ήταν σωστό, αλλά λίγο η περιέργεια, λίγο η επιμονή να της κάνω ένα τελευταίο χατίρι, ενέδωσα. Η κλειδαριά ήταν για μένα παιχνιδάκι. Από μικρός ήξερα τα κόλπα, μου τα ’μαθε ο Βάγγος, ένα φεγγάρι που ανοίγαμε περίπτερα για να κλέψουμε τσίχλες και σοκολάτες.
Δυσκολεύτηκα περισσότερο ν’ ανοίξω το καπάκι που είχε κολλήσει με τον καιρό στους μεντεσέδες. Ακούστηκε ανατριχιαστικός ο τριγμός κι αμέσως μετά η τσιρίδα ενθουσιασμού της Νικόλ καθώς έβγαζε από μέσα, ένα παλιό δαντελένιο νυφικό. Ξεντύθηκε αμέσως και το φόρεσε ολόγυμνη από κάτω. Λες και ήταν ραμμένο πάνω της, μονάχα λίγο πιο μακρύ στο κάτω μέρος. Φάνταζε σαν πριγκίπισσα παραμυθιού. “Oh my God”, μου βγήκε, αμερικάνικα, μόλις το είδα έτσι ταιριασμένο πάνω της. «Will you marry me», μου πε εκείνη γελώντας κοροϊδευτικά». «Fuck you, ούτε για πλάκα· είσαι εσύ για γάμο; λυσσασμένη», είπα και της έβγαλα επιδεικτικά τη γλώσσα, όπως μου ’καμνε συχνά κι εκείνη.
Την παρακάλεσα μάταια να το βγάλει, πως δεν είναι σωστό κλπ, ούτε που συγκινήθηκε το αγρίμι. Έψαξα παρακάτω στο μπαούλο, μέσα σ’ όλα είχε τυλιγμένη σε μια κόκκινη ζακέτα μια φωτογραφία με γυναικεία νεανική μορφή. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Ήταν κάποιο οικείο πρόσωπο, μάνα, αδερφή, κάτι άλλο; Γιατί να είναι φυλαγμένη εκεί; Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος της επιζωγραφισμένης ασπρόμαυρης φωτογραφίας που ήταν κρεμασμένη σ’ ένα τεράστιο καρφί στον τοίχο. Ο κ. Ευγένιος παρά την αποφασιστική στάση που είχε στην πόζα του πορτραίτου του, δυστυχώς δεν ήταν σε θέση να μιλήσει, εγκλωβισμένος εντελώς στην ακινησία του κάδρου. Η Νικόλ πάλι, στον κόσμο της, με τραβούσε να το κάνουμε στο τραπέζι. Μ’ έσερνε στην κυριολεξία, δεν μπορούσα να αντισταθώ με τίποτα σ’ αυτό το τόσο σφριγηλό νεανικό κορμί. Με το νυφικό, στ’ αλήθεια, είχε πάρει μια τελείως διαφορετική διάσταση. Έβγαλα μια πετσέτα από το συρτάρι της κουζίνας και σκέπασα το κάδρο του κ. Ευγένιου να μη βλέπει. Δεν είχε νόημα, το ήξερα, αλλά ένιωθα σαν να με κοιτάζει για πρώτη φορά κάπως αυστηρά, κάπως επιτιμητικά, σαν να με μαλώνει για την απρέπεια. Η Νικόλ είχε σηκώσει ήδη το νυφικό ως τους μηρούς και περίμενε να μπω από κάτω. Την ικέτεψα: «όχι σε παρακαλώ, σ’ αυτό το τραπέζι». Ήταν ανένδοτη. Δεν με άφησε να αφαιρέσω ούτε τα δυο σερβίτσια. Πάνω στην έξαψη έπεσε το ένα κι έσπασε σε τέσσερα κομμάτια. Η Νικόλ γελούσε, φώναζε «γκούρι, γκούρι», αλλά εγώ είχα αρχίσει να τρέμω, δεν είχα καλή προαίσθηση. Κι όντως, εκείνα τα κομμάτια από το πιάτο έμοιαζαν σαν να χορεύουν σε όρθια στάση στο πάτωμα, το μπαούλο μετακινούνταν πέρα δώθε ανοιγοκλείνοντας το καπάκι του σαν στόμα κροκόδειλου, ενώ ταυτόχρονα το τζάκι φούντωνε ολοένα καθώς τα ξύλα μόνα τους πηδάγανε μέσα στη φλόγες κι έλεγα θ’ αρπάξει όλο το σπίτι, θα καούμε ζωντανοί…
…Ακόμα κι οι δείχτες στο παλιό ρολόι του τοίχου σταματημένοι έως τότε, γύριζαν με τρομακτική ταχύτητα και θόρυβο το χρόνο προς τα πίσω.
Η Νικόλ τρόμαξε τόσο, που ’βγαλε αμέσως το νυφικό, έβαλε τα ρούχα της όπως όπως και το ’σκασε πηδώντας από το παράθυρο. Εγώ είχα φοβηθεί περισσότερο, γιατί είχα ακούσει μικρός από τη μάνα μου κι άλλες παρόμοιες ιστορίες με στοιχειωμένα σπίτια όπου επέστρεφαν αόρατοι οι μοναχικοί τους ένοικοι, αλλά είχα υποχρέωση να παραμείνω  και να επανορθώσω με οποιοδήποτε τρόπο. Μάζεψα ενστικτωδώς τα κομμάτια του πιάτου και τα ένωσα στην αρχή όπως όπως στο πάτωμα. Έψαξα μετά στα ράφια, βρήκα λίγο αλεύρι κι έπλασα ζυμάρι για να τα κολλήσω, όπως κολλάγαμε παλιά τους χαρταετούς. Κατόπιν τοποθέτησα το ενωμένο πιάτο με προσοχή στη θέση που ήταν πρωτύτερα. Στη συνέχεια, δίχως να χάσω χρόνο, δίπλωσα με ευλάβεια το νυφικό και το επέστρεψα μαζί με τη φωτογραφία της άγνωστης γυναίκας στο μπαούλο και το ξανακλείδωσα. Σύντομα, οι φλόγες στο τζάκι έδειξαν να καταλαγιάζουν και το ρολόι επανήλθε στην αρχική του σταματημένη ώρα, 12 και 5. Ξεκρέμασα την πετσέτα πάνω από την φωτογραφία του κ. Ευγένιου δίχως να τον κοιτάξω στο πρόσωπο. Πρώτη φορά ένιωθα τόσο ξένος, τόσο μόνος, τόσο γυμνός εξωτερικά κι εσωτερικά. Φόρεσα βιαστικά τα ρούχα μου και πήδηξα έξω στην αυλή. Είχε αρχίζει ψιλά ψιλά να χιονίζει και να το στρώνει πάνω στα πεσμένα φύλλα. Ένα κοπάδι πουλιά σηκώθηκαν από το δέντρο του λωτού. Έκοψα ή μάλλον σύμφωνα με τους παλιούς παιδικούς κώδικες, “έκλεψα” έναν ώριμο καρπό και κοιτώντας για τελευταία φορά προς μέρος του παραθύρου ψιθύρισα: «Κανένας δεν θα καταλάβει ότι λείπει. Κανένας δεν θα καταλάβει ότι λείπεις…»

Τη Νικόλ δεν τη ξανάδα από τότε. Μάλλον δεν το επιδίωξα κιόλας. Ότι είχαμε να κάνουμε το κάναμε και με το παραπάνω. Άλλωστε θα ’φευγε σε λίγες μέρες για να συνεχίσει την ανέμελη ζωή της στη Λυών κι εγώ θα επέστρεφα στην βαρετή μου εργασία στην Αθήνα. Τακτοποίησα και τις τελευταίες εκκρεμότητες που είχαμε σχετικά με τη διαθήκη του πατέρα, καθησύχασα τη μάνα ότι θα την επισκέπτομαι συχνότερα και πως θα ξαναμιλήσω κάποια στιγμή, όταν έρθει η ώρα, με τον αδερφό μου, με τον οποίο είχαμε ακόμα προστριβές για το αμπέλι του παππού στην περιοχή του Αγίου Τρύφωνα. Ύστερα πήγα στην αλάνα του Παστραφίδη που’χε πάντοτε τα πιο καλά καυσόξυλα. Του ’πα να μεταφέρει τα πιο στεγνά, 1000 κιλά για τη μάνα κι άλλα 1000 να τα αδειάσει στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι του κ. Ευγένιου (κυρ Παντελή, είπα σ’ εκείνον για να καταλάβει). Γέλαγε μαζί μου. «Σάλεψες ή μου φαίνεται, εκεί στο χάος της Πρωτεύουσας», μου ’πε, «τι να τα κάνει τα ξύλα ο πεθαμ...
«Κόφτο, ρε Κώτσο», τον αποπήρα, του ’χα θάρρος, κάναμε παρέα τακτικά παλιά, «δε θέλω σχόλια, πάρε τα φράγκα κάνε τη δουλειά σου και φρόντισε αυτά που είναι για το τζάκι μην τα κόψεις πολύ μακριά. Α, και πρόσεξε κακομοίρη, μη τυχόν είναι λειψά στο ζύγι, όταν τα στοιβάξω θα το καταλάβω, και ποιος δεν θα το μάθει τότε σ’ όλα τα περίχωρα. Χώρια που θα βάλω φιτίλια, βούκινο θα σε κάνω, ένα σωρό θα σου φορτώσω, όχι μόνο για τα ξύλα. Ούτε στην τετράδα του μπιλότ στο καφενείο θα σε δέχονται».



Γιώργος Χ. Κασαπίδης



Πρώτη Δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι του συγγραφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου