Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Σωτήρης Σαράκης, "Στο σιδεράδικο της Λήμνου"



Ο ΚΛΟΟΥΝ


Ο κόσμος μ’ έχει εδώ για να γελάει, ο κόσμος
πώς ν’ αντέξει αν δε γελάει, ο κόσμος
έχει μεγάλες δυσκολίες, εγώ
το ξέρω αυτό καλά, ο κόσμος
πάσχει εκ γενετής και δεν υπάρχει
γιατρειά, κοιτάξτε
το θλιμμένο γέλιο μου, κοιτάξτε
το ασταθές μου βάδισμα, το αβέβαιο,
ακούστε, προπαντός ακούστε
τον κόσμο που γελάει, τον κόσμο
που ’ρχεται κάθε βράδυ εδώ, που μένει
εδώ, δε φεύγει, πώς να φύγει, πού
να πάει

             εδώ
είναι ο κόσμος και δεν έρχεται, δεν φεύγει, εδώ
από καταβολής και μέχρι τέλους
είναι ο κόσμος και γελάει
απεγνωσμένα.





ΗΣΟΥΝ ΕΚΕΙ


Ήθελα τόσα να σου πω
μα ήτανε στ’ όνειρο κι οι λέξεις
πήγαιναν αλλού κι εγώ
δεν ήξερα ποιος ήσουν, μάνα
ή πατέρας, αδερφός, εκείνος
ο λυτρωτικός εξομολόγος,
των δέκα χρόνων μου η καλή
δασκάλα, κάποιος άλλος, ήθελα
τόσα να σου πω γιατί περάσαν
χρόνια και χρόνια κι η ζωή
τελειώνει κι όσα μένουν
κατακάθι όλο βαραίνουν,
τα ριζικά που ορίσανε
το ριζικό μας, φτάνουν
μαζί μας ως την άκρη, ασήκωτα
μας πνίγουν, κι ήσουν
εκεί, δεν είχα τρόπο
να σου πω κι όλο μιλούσα, τίποτα
δεν έλεγα γιατί
ήμασταν στ’ όνειρο κι οι δυο
τόσο κοντά χαμένοι

έτσι συμβαίνει στ’ όνειρο, έτσι όταν
έχουν περάσει χρόνια
και χρόνια, βρίσκεσαι
στην άκρη και κανείς
δεν είναι πια κανείς που ήσουν
παιδί κι ήταν μεγάλος, πώς,
ποιος μέσα στ όνειρο ν ακούσει,
να γνωρίσει γλώσσα παιδική
φτασμένη ως τα ψελλίσματα του τέλους;





ΤΟ ΔΑΚΡΥ


Είδα καλά το δάκρυ, κύλησε
στο πρόσωπό της, μάνα,
της λέω, γιατί κλαις;
− ιδού τώρα τα δύσκολα, πώς
εξηγούνε στον εξάχρονο ότι
δεν κλαίνε μονάχα στις συμφορές! − ε, νά,
μου αποκρίνεται, είδα τ’ αδέρφια σου
να, εκεί, και πράγματι
απέναντι, μακριά, μόλις που ξεχώριζαν
ο Γιώργος με τον Δημητράκη
(στα είκοσι τέσσερα, στα δεκαοχτώ
τους χρόνια παλικάρια) ανηφορίζαν
προς τον Άη Βλάση, όμως αυτό
δεν ήταν, ασφαλώς, απάντηση κι εκείνη
συνέχισε, ε να, τα είδα κι άρχισα
να σκέφτομαι, πώς ήρθα, πότε, εδώ
πώς μεγαλώσαν τα παιδιά μου, αδύνατο
να καταλάβω το παραμικρό, έμεινα
με την απορία

                           κι έπρεπε
να περάσουν χρόνια
και χρόνια, τα δικά μου
χρόνια, για ν’ αντιληφθώ
ποια η σχέση ανάμεσα σε δυο
παιδιά που μεγαλώσαν και στο δάκρυ
της μητέρας τους, να νιώσω
από ποια βάθη ξεκινάει το δάκρυ
της μάνας που βλέπει ξαφνικά
τα δυο παιδιά της να ’χουν μεγαλώσει.





ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Το ποίημα βγαίνει απ’ το μέλλον.
Το ποίημα βγαίνει απ’ το μέλλον, όταν
το δέντρο αυτό, υπέροχο
εν μέσω των ομοίων του θα ’ναι
λουστραρισμένο έπιπλο, «σκρίνιο»
ή άλλως σύνθετο σε σαλόνι
αστών και όταν
το άλλο δέντρο, εκείνο
το φρέσκο, το λιγνό που ώρα την ώρα
υψώνεται κι απλώνει τα κλαδιά του θα ’ναι
σκόνη και στάχτη ως τα πέρατα
του κόσμου, σκόνη
και στάχτη νιόφυτο δεντράκι που ’καψε
ο κεραυνός, το ποίημα
βγαίνει απ’ το βάθος, βγαίνει
απ’ την κρυψώνα του όταν
θα ’χουν αυτά συντελεστεί, έρχεται απρόβλεπτο
έρχεται σου χτυπάει την πόρτα κι αν

αν βρίσκεσαι κι εσύ στο μέλλον, τότε
πιάνεις μολύβι και χαρτί, πιάνεις
το ποίημα.





ΑΥΤΟΣ Ο ΓΕΡΟΣ


Αυτός ο γέρος
έγραψε ποιήματα.
Αυτός ο γέρος πάλεψε πολύ
να εκφράσει στη ζωή του το ανέκφραστο.
Γνώριζε
πως δεν θα το πετύχαινε, ακόμα κι όταν
κάποιες ελάχιστες στιγμές κατάφερε
ν’ αγγίξει, φευγαλέα να ψαύσει
το ανέκφραστο, ήξερε καλά
πως πίσω θα γυρνούσε μ’ άδεια χέρια
όμως αυτός
επέμενε και τώρα

τώρα που αγγίζει πια το τέλος, φεύγει
με ήσυχη συνείδηση
και προπαντός
κρατώντας κάτι σίγουρο
στα χέρια του, τη μόνη
βεβαιότητα, γνωρίζει
πως υπάρχει το ανέκφραστο.





Από τη συλλογή «Στο σιδεράδικό της Λήμνου», εκδ. Κουκκίδα, 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου