Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Ασημίνα Λαμπράκου, "στην οδό αλαμάνας ξημέρωνε επίσης"




μαύρο
                της νύχτας που φεύγει


κι ήρθεν ο καιρός του ανέμου που Δυτικό
τον είπαν και τον έβλεπαν να κατεβαίνει
χτυπώντας τη μύτη του στα στερνά του ποταμού
βράχια πολλαπλασιάζοντας τις πέτρες και το
άχθος στη ράχη και τις όχθες· τσακίζοντας
τα κλαδιά απ’ τις γέρικες ιτιές που έβρεχαν
τις ρίζες τους στην κοίτη του χείμαρρου·
βουίζοντας ματώνοντας κι εκστομώντας βρισιές
από το αρσενικό του στόμα· έκαιγε το ασημί
των φύλλων από τις καλαμιές που κουρασμένες
σταμάτησαν στην ακροποταμιά· με τα μαύρα του
μάτια γεμάτα το αίμα της φυλής τα πικρά του
χείλη να σπάζουν μαδριγάλια στον ουρανίσκο
μιας γλώσσας οικουμενικής και τους γδαρμένους
του ώμους να κουβαλούν τα σακιά με τα οστά
και τις παρακαταθήκες των προγόνων· να γεμίσει
την κοίτη και τα μνήματα σηκώνοντας ερπετά και
νεκρούς στη κατεβασιά και τις κοιλάδες που
βγάζουν στην ανοικτή θάλασσα και τ’ άλογα από
νερό κι αλάτι· να ενωθεί με τον Λίβα και τον
Σιρόκο· να πλάσουν ζωή και μέλλον στις σάρκες
                          που ονομάσαμε άνθρωπο και γη





καφέ
                 μια σταγόνα μελιού των πεύκων


δέρμα από δέντρο κι η πληγή (που) σκισμένη
χύνει μέλι στον κόσμο πεντέμισυ πρωί μιας μέρας
λιανή γυμνή ξέστηθη υγρή και μουσκεμένη
μπαλκόνι σε βλέπω ν’ απλώνεις πάνω απ’ το κεφάλι
του πρόσφυγα γιου σου μη μουσκευτεί όρθιος
στο μεροκάματο· Μαυροματαίων· χώρα μου εσύ μικρή
μάννα μου μεγάλη· Καρυάτιδα στο Bella Vita bar·
με τα φώτα κόκκινα στο χάραμα σαν αίμα χειρουργείου
ξενιτάκι μου του Έλλις Άιλαντ· πόρνη σε κρατητήριο
στην επιτροπή για τον Μπελογιάννη που θάλασσα
είσαι να σε σπάει το κύμα μια δεξιά κι άλλη αριστερά
στους βράχους σου· αρχιπέλαγο των γλάρων και των
μικρών παιδιών που διαθλούν τα μάτια τους το φως
απ’ το βυθό σου· χώρα μου των αρσενικών που
γέννησες και των μανάδων που τους βύζαξαν·
πατρίδα μάννα μου ._





κόκκινο χλωμό
           από μάγουλο παιδιού στο παιχνίδι


η ζωή είναι μπουκιά από ψίχουλο βρώμης
και σταγόνα νερού, Χόρχε, ώσπου να πάρεις
αγκαλιά τον λόγο που θα σε εξαντλήσει
και θα σε παραδώσει φως και νου στον βίο
θα σε μεταφορτώσει λόγο και ζωή
για να βγαίνεις με κεφάλι σκυφτό·
τόσο το βάρος να μπεις σε αγκαλιά διαφορετική
− πάντως λόγου και λόγου −
για να βγεις με την καρδιά ψηλή
και βλέμμα νοσταλγικό μαγεμένο
σα χαραυγή πίσω από βουνό
σε χαμηλό γεωγραφικό πλάτος·
τόπος ανήκοος και ανύποπτος
των γεγονότων και των μελλούμενων
που θα γραφούν ως πράξεις
μόνο και μόνο επειδή
κάποια στιγμή σε τράβηξε στα βάθη του
ο λόγος που σε εξάντλησε σαν πρώτη γέννα
κι έπειτα τίποτα ._





λευκό
                        από ρόδι άγουρο


καθισμένη απέναντι δακρυσμένη σε κοίταζα που
από τα μάτια μου που σ’ έψαχναν να κρυφτείς
ζητούσες μα και το τζάμι που στα δικά σου θα σε
φανέρωνε και σε σκέφτηκα Ισμήνη όπως τη γυναίκα
στο λιμάνι πριν που χορός στον άνεμο το κορμί της
κι αυτός αχόρταγος τα στριφώματά της σήκωνε και
τη σάρκα χάιδευε των ποδιών και του προσώπου και
τα μαλλιά κλαράκια καλαμιάς και το κορμί λυγαριά
του ανέμου παραδομένη και δάχτυλα ανθάκια μιμόζας
μέσα στα μαλλιά καθώς φυσηγμένα απ’ τον άνεμο τα
κρατούσε σε μέτωπο πάνω και στο μέσα στων ματιών
κι από βορρά σε νότο κι από ανατολή σε δύση οι στρο-
φές του κορμιού που χόρεψε ψυχή μου χόρεψε άκουγε
τη φωνή αφανέρωτα να της χαρίζεται: ξεκουράσου
κι όπως γάλα σε πεινασμένο το γέλιο της τι ωραία τι
ωραία είμαι ελεύθερη στο τοίχο έγραψε με μάτια νύχια
και πέταξε πέταξε όπως πουλί σε άνεμο πρίμο Ισμήνη
κι είναι πολλά τα μάτια τα δακρυσμένα σε τούτο το
βαγόνι που τη πόλη κόβει κι ενώνει ήθελα να σου πω
μα έκρυψα τα μάτια μου στα νύχια που πολύς ο σοβάς
που έμεινε από τον τοίχο...
                                      χόρεψε ψυχή μου χόρεψε ._





Από τη συλλογή «στην οδό αλαμάνας ξημέρωνε επίσης», Καλλιτεχνικό σωματείο έβδομο βήμα, 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου