Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Χριστίνα Γεωργιάδου, "Γόος"





Σώμα άνοιξης


Φυτρώνουν
στο κορμί σου
λεμονιές, περγαμόντα,
γιασεμιά

Μπαχάρια
ποτίζουν τις ανάσες σου
καπνίζουν στους αρμούς

Στ’ ακροδάχτυλα
ανθίζουν ρόδα, κυκλάμινα, κρίνα
ουράνιο τόξο βάφοντας
πρόσωπο, γαστέρα και γλουτούς

Μία αγγελική
στα χλωμά σου ριζώνει χείλη
ευωδιάζουν τ’ ανεπαίσθητα της άνθη
κι οι πυρροί καρποί της
σε ματώνουν





Αγάπης φυλακή


Τρέμει η φωνή μου σαν και πρώτα
−βουλιάζουν τα τρένα στις αλυκές
       φουγάρα και μηχανές
       πνιγμένα σε βούρκο λευκό−
κι αντάμα μου εσύ
φτερούγα λειψή
μιας κυριακάτικης γιορτής

Νερένιο το γέλιο σου
γλιστράει στις σχισμές
παγώνει της ανεμώνες
φράζει τ’ αμπάρια

Ριζώνω μέσα του κι εγώ
    κι αξέχωροι πια
      υφαίνουμε όνειρα λίθινα
   στη φυλακή μέσα
ο ένας του άλλου





Μουριά


Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ανατέλλουν ήλιοι στα ριζά της
τσαμπιά να κρέμονται τα όνειρά μου
στα κλαριά της
ηδονικά να στάξουν πεθυμιές τα φύλλα της
πάνω στα βλέφαρά μου·
γαλάζιες κορδέλες ν’ ασημίζουνε
μες στα φυλλώματά της
και ανεπαίσθητες ακίδες σύμπαντος
να με τσιμπούν στο κάθε άγγιγμά της

Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ’ναι τα πόδια της γερά
να δρασκελούν αγέρωχα το σύμπαν
ν’ αδράχνουνε το φως και το σκοτάδι
με περισσή ευκολία
κι όσα μου απόμειναν φτερά
μπηγμένα στην καρδιά της
τον άνεμο αέναα να καβαλούν

Θέλω ένα δέντρο, μια μουριά
να ’ναι τα μάτια μου οδηγός της
και κάθε κύτταρό μου να ’ν’ δικό της
χειμώνες ν’ αψηφά και αγριοτόπια
και κάθε άνοιξη ανυπόταχτη να γνέφει
πως είναι δω, πως ζει, πως αναπνέει
πως τίποτα δεν τη χωρεί,
πάντα θα ταξιδεύει





Σοφία
ΙΙΙ. Τίγρης


Του ήλιου κεντίδια
φορώντας κατάσαρκα
λυμαίνομαι την έρημο

Αιμάτινα σύμπαντα
εκρήγνυνται
σε άπειρες άλικες στάλες
στο κρανίο μου

Γραπώνω ασύστολα
την άλαλη ζωή
μ’ αγριεμένο βλέμμα

Μύριες σκέψεις       − πώς, δεν ξέρω
ξεστρατίζουν               − δεν λυπάμαι
απ’ του κόσμου το ανάερο − μαίνομαι
και γίνονται δικές μου
Δεν φρονώ, δεν λυπάμαι
είμαι τ’ αγρίμι της ερήμου
κι αφρίζω στη θέα
του αδύναμου κόσμου

Αρπάζω τη σοφία      − δική μου
δεν σκοπεύω          − σύγκορμη δική μου
να ολοκληρώσω τη ζήση παρά μόνο
σε θέαση, σε άλικους ανασασμούς
−μόνο δικούς μου− του ατελεύτητου
Είμαι τ’ αγρίμι της ερήμου
Είμαι το άλλοθι της πλάσης
κραυγή και αναίρεση
        διάσπαση





Νεκρή αθωότητα


Στήνω τα πιόνια
στη σκακιέρα
«Οι αθώοι φεύγουν πάντα πρώτοι»
     μου λες

Κοράκια αγγίξουν
τις παλάμες
στα εκατόχρονά τους

Πενθούν
την εκατέρωθεν
νεκρή αθωότητα





Από τη συλλογή «Γόος», εκδ. Δωδώνη, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου