Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Νίκη Μπλούτη - Καράτζαλη, "Η μάνα δε μιλάει…"




Η μάνα δε μιλάει…


Η μάνα δε μιλάει. Σέρνει κουρασμένα τις παντόφλες της και ζεσταίνει το φαγητό να το σερβίρει στο τραπέζι. Τον ακούει σιωπηλή να της λέει, να κάνει λίγη υπομονή ακόμα κι όλα θα φτιάξουν. Να μη φοβάται της λέει, δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που δεν πλήρωσαν τη ΔΕΗ μια φορά. Αύριο μεθαύριο που θα πληρωθεί σίγουρα, θα περάσει να κάνει μια ρύθμιση όπως κάνουν τόσοι και τόσοι. Να του κάνει κι ένα κατάλογο τι χρειάζεται απ’ το σούπερ κι από το μανάβη για να ψωνίσει ό,τι τους χρειάζονται για τις γιορτές, της λέει. Και να μην κάνει άσχημες σκέψεις συνέχεια και να στενοχωριέται. Η στενοχώρια δε βγάζει σε καλό. Όπως όλοι έτσι κι εμείς, της λέει. Θα τα καταφέρουμε. Και να μη φοβάται πως θα τους κόψουνε το ρεύμα Χριστουγεννιάτικα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Καλύτερα να σταματήσει να βλέπει αυτές τις χαζοεκπομπές στην τηλεόραση που φοβερίζουν και σκιάζουν τον κοσμάκη πως θα του πάρουν τα σπίτια και θα τους κλείσουν στις φυλακές όσους χρωστάνε και θα τους κόψουν το ρεύμα. Τίποτα δε θα τους κάνουνε, να μη φοβάται της λέει. Μονάχα να παίρνει τα φάρμακά της, να μην τα ξεχνάει γιατί δεν κάνει κι όλα τ’ άλλα θα τα φροντίσει αυτός, αύριο μεθαύριο όταν θα πληρωθεί σίγουρα. Και να ‘χει το νου της στα παιδιά, να τα ‘χει από κοντά, γιατί είναι μικρά ακόμα κι έχουν την ανάγκη της, της λέει. Κι όλα θα γίνουν, αύριο μεθαύριο το πολύ που θα πληρωθεί, όλα θα τα τακτοποιήσει αυτός. Η μάνα δε μιλάει.
Σε μια βδομάδα έρχονται Χριστούγεννα. Τα πιτσιρίκια αποκοιμήθηκαν στο πλάι μου κι εγώ κάθομαι στο σκοτάδι κι ακούω τον Πέτρο που μιλάει στη μάνα και της λέει παραμύθια και της δίνει υποσχέσεις για να την καθησυχάσει. Η μάνα φοβάται πως θα τους πάρουν το σπίτι. Το τηλέφωνο, μου είπε τις προάλλες, δε σταματάει να χτυπάει όλη μέρα. Τους καλούνε συνέχεια από δικηγορικά γραφεία και τους φοβερίζουν πως αν δεν πληρώσουν τις δόσεις που τους χρωστάνε θα τους βγάλουν το σπίτι στο σφυρί. Κι η μάνα φοβάται και δε μιλάει και τους το κλείνει στα μούτρα. Ο Πέτρος τη μαλώνει, να μη σηκώνει το τηλέφωνο της λέει, και να μη φοβάται. Έχουν ένα μήνα να τον πληρώσουν κι έχουν ξεμείνει. Δεν έχουν φράγκο στη τσέπη. Ούτε για το κολατσιό των παιδιών στο σχολείο δεν έχουν, μου είπε η μάνα κλαίγοντας το πρωί στο τηλέφωνο. Αλλά να μην πω τίποτα στον Πέτρο πως μου τα μαρτύρησε. Να της τα δώσω κρυφά, μου είπε, τα λίγα δανεικά που μου ζήτησε. Για τα παιδιά μονάχα, για το κολατσιό τους στο σχολείο, μου είπε.
Ο Πέτρος σώπασε και τρώει. Κι αυτή κάθεται δίπλα του και δε μιλάει. Ακούω τις ανάσες των παιδιών κι αναστενάζω. Σηκώνομαι αργά για να μην τα ξυπνήσω και τα σκεπάζω καλά να μην κρυώσουν. Τους υποσχέθηκα πως θα κοιμηθώ μαζί τους σήμερα και πως αύριο θα τα πάω εγώ σχολείο. Τα λατρεύω τα παιδιά. Και τα νοιάζομαι. Τα πρώτα τρία χρόνια που γεννήθηκαν έμενα μαζί τους. Με τη μάνα μου και τον Πέτρο. Κι αυτόν τον συμπαθώ. Είναι καλός σύζυγος και καλός πατέρας για τα παιδιά του. Και τη μάνα μου τη φροντίζει και την προσέχει όσο μπορεί. Όσο περνάει απ’ το χέρι του. Η μάνα μου όσο έμενα κοντά τους ήτανε ακόμα καλά. Μετά αφέθηκε. Δεν ξέρω να εξηγήσω πώς αφήνεται ο άνθρωπος και πώς παραιτείται απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Τα παιδιά, μου έχουν μεγάλη αδυναμία. Κάθε μέρα με παίρνουν δυο φορές τηλέφωνο και όταν μπορώ και δεν είμαι στη δουλειά κάθομαι και τους λέω παραμύθια και τους δίνω υποσχέσεις απ’ το τηλέφωνο που δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να τις κρατήσω, όπως κάνει ο Πέτρος στη μάνα. Απόψε, λίγο πριν κλείσουν τα ματάκια τους, τους υποσχέθηκα πως την παραμονή των Χριστουγέννων θα τα πάω στο κέντρο να δούνε τη μεγάλη φάτνη με το Χριστό και πως θα τα βγάλω φωτογραφίες στην αγκαλιά του Αη Βασίλη. Αυτό θα το κάνω σίγουρα. Και πέρυσι το έκανα. Και πέρασαν τόσο καλά! Ακόμα το θυμούνται. Ακόμα και το μαλλί της γριάς που τους αγόρασα στο τέλος θυμούνται. Αύριο θα τα πάω εγώ σχολείο κι ύστερα θα φύγω για τη δουλειά μου. Θα περάσω κι απ’ το φούρνο και θα τους αγοράσω ό,τι λαχταράει η ψυχούλα τους για κολατσιό. Και το πρωί θα πω στη μάνα να μη φοβάται. Και θα της βάλω στην τσέπη της ρόμπας της και τα υπόλοιπα χρήματα. Εμένα δε μου χρειάζονται τόσο. Τον υπολογιστή που λογάριαζα να αγοράσω με δόσεις δεν είναι ανάγκη να τον πάρω αύριο ούτε μεθαύριο. Μπορεί να περιμένει. Τα παιδιά δεν μπορούν. Τα λατρεύω τα παιδιά. Σε μια βδομάδα έρχονται Χριστούγεννα. Και θέλω να περάσουν καλά, όπως εγώ κάποτε. Όταν η μάνα ήταν ακόμα καλά και δε φοβόταν τίποτα.





Από τη συλλογή διηγημάτων «'Άδεια φωλιά», εκδ. Φίλντισι, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου