Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη, "Το Πορτραίτο" (απόσπασμα)





I

Κρήτη, 28 Οκτώβρη 1940


Τα μικρά παιδιά όλου του κόσμου όταν κοιμούνται είναι τόσο ήρεμα ειδικά στον πρωινό ύπνο. Καμιά δύναμη δεν είναι ικανή να τους χαλάσει τη γλύκα του. Εκείνο το πρωί ήταν τελείως διαφορετικό για μένα, Καλλιόπη, που ήμουν μόνο πέντε χρόνων. Ένα τρομακτικό βουητό ακούγεται στον ουρανό του χωριού μας που με ξυπνά. Φοβούμαι. Τι είναι αυτό που μουγκρίζει κι απομακρύνεται για λίγο για να ξανάρθει πιο δυνατό λες και θέλει να πέσει στο σπίτι μας; Τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα ή άλλου είδους εργαλεία όπως σήμερα ώστε να έχουν συνηθίσει τ’ αφτιά μας σε τέτοιους θορύβους, και τούτο το άγνωστο μουγκρητό στο ήσυχο χωριό μας ήταν πρωτόγνωρο για όλους μας. Οι γονείς μας ανήσυχοι πηγαινοέρχονται μέσα έξω στα σπίτια και κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους μεγαλόφωνα. Εμείς τα παιδιά, θες από τον ύπνο, θες που ακούγαμε για πρώτη φορά λέξεις που δεν καταλαβαίναμε, εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ξυπνήσαμε θέλοντας και μη.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Μιχάλης, που ήταν εννιά ετών, κάτι μισόλογα μου λέει, ότι αυτό το αφύσικο βουητό είναι αεροπλάνο. Άλλο πάλι και τούτο, ένα σιδερένιο πουλί να πετά στον αέρα με τόσο θόρυβο. Οι μεγάλοι να λένε και να ξαναλένε: «Πόλεμος! Πόλεμος!» Δε θα ξεχάσω ποτέ, Καλλιόπη, τη βαβούρα του κόσμου και την επανάληψη της λέξης «πόλεμος». Είναι μια λέξη που δεν ήξερα τι θα πει, αλλά η αναστάτωση κι η συμπεριφορά των μεγάλων δημιουργούσε σε μας τους μικρούς δέος και μεγάλη τρομάρα. Δε γνωρίζαμε, βλέπεις, από πολεμικά παιγνίδια, γιατί παίζαμε μόνο με ό,τι είχε να μας προσφέρει η φύση: μύλους, αμάδες, ντελή* κι άλλα τέτοια πολλά.
Ύστερα από λίγη ώρα έρχεται στο σπίτι ο πατέρας κι έχει στον κάδο του κάτι στενόμακρα χαρτιά που τα λένε «προκηρύξεις». Τα έριχνε, λέει, το σιδερικό πουλί απ’ τον ουρανό. Οι προκηρύξεις γράφουν ότι η Ιταλία μάς κάνει πόλεμο. Ποια είναι πάλι αυτή η Ιταλία, καμιά αγριογυναίκα; Και τι πόλεμο θα μας κάμει μια γυναίκα με τόσους άντρες που έχει το χωριό μας;
«Όχι μωρέ, χώρα είναι» προσπαθεί να με διαφωτίσει ο πατέρας μου, βάζοντάς με προστατευτικά στην ποδιά του. Η μυρωδιά του, που άλλες φορές αρκούσε να με καθησυχάσει, τώρα δεν μπορεί να με βοηθήσει ν’ αντιληφθώ τι είναι αυτή η «χώρα» και θέλει να μας την πάρει μια άλλη. Άντε να καταλάβω εγώ τόσο μπερδεμένα λόγια πρωί πρωί κι αγουροξυπνημένος.
Ο πατέρας μού εξηγεί: «Η Ιταλία είναι χώρα σαν την Ελλάδα μας, έχει έναν αρχηγό που τον λένε Μουσολίνι και θέλει να μας κάμει πόλεμο, Γιωργιό».
«Μπαμπά, εμείς δεν έχομε έναν αρχηγό να τον λένε κι αυτόν Μουσολίνι, να κάμει μαζί του πόλεμο όπως κάνουν τα μεγάλα παιδιά κάθε βράδυ στις γειτονιές που παίζουν;» ρωτούσα με αγωνία. Ο πατέρας χαμογελούσε και μιλούσε με τους γειτόνους που είχαν κοπιάσει στο σπίτι. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τις λέξεις στα χαρτάκια – τις προκηρύξεις. Ήταν ακαταλαβίστικες καθώς φαίνεται και γι’ αρκετούς μεγάλους. Ο πατέρας εξηγούσε και σε κείνους. Μουρμούριζαν γι’ ανηφόρες, κατηφόρες, φώναζαν: «Θα τον διώξουμε τον εισβολέα» κι άλλα παρόμοια. Μιλούσαν για επιστράτευση, για τροφές, για καταφύγια, για όπλα. Όλα φύρδην μίγδην· πού να βρει κανείς άκρη;
«Τι ’ναι πάλι αυτή η επιστράτευση;»
«Επιστράτευση» εξηγεί για πολλοστή φορά ο πατέρας με ψύχραιμη φωνή, «σημαίνει ότι πρέπει όλοι οι νέοι του χωριού να πάνε και να γίνουν φαντάροι». «Πού θα πάνε; Τι θα κάνουν εκεί;». Άντε πάλι απορίες μικροί και μεγάλοι.
Οι τελευταίοι μάς βάζουν κάτι αγριοφωνάρες να μην μπλέκομε στα πόδια τους. Άλλοι δε μας δίνουν καθόλου σημασία. Ποιον να ρωτήσομε και τι να ρωτήσομε, τι να μας πουν και τι να καταλάβομε εμείς απ’ όλα αυτά; Τα μεγαλύτερα παιδιά κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν, αλλά σε μας δε λένε τίποτε. Κάνουν και κείνα όπως οι μεγάλοι, μας βάζουν καμιά άγρια φωνή να καθίσομε ήρεμα.
Οι νέοι ρωτούν αναμεταξύ τους: «Εσύ ποιας κλάσεως είσαι; Εγώ είμαι του 38, πού πρέπει να παρουσιαστώ;». Οι ακαταλαβίστικες κουβέντες συνεχίζονται. «Φεύγει για το μέτωπο ο τάδε. Ο δείνα πάει για τα έμπεδα**». «Τον άλλον δεν τον παίρνουν, τι να τον κάμουν; Αυτός δεν είναι άξιος ούτε για να καθαρίζει κρεμμύδια». «Μωρέ όλοι τους χρειάζονται» λέει άλλος πιο γνώστης των πολεμικών που είχε ήδη πάει φαντάρος.
Οι πιο αντρειωμένοι γελούσαν: «Μωρέ τον Μουσολίνι θα τον πετάξομε γρήγορα στη θάλασσα μετά βεβαιότητος».
Οι γυναίκες προβληματισμένες δώστου να σταυροκοπιούνται, μα και πολλοί από τους άντρες. Ειδικά οι νιόπαντρες έκλαιγαν τη μοίρα τους που θα έφευγαν οι άντρες τους, όπως κι οι περισσότερες μανάδες ότι θα χάναν τα παιδιά τους σ’ αυτόν τον πόλεμο «και τι να κάνομε, συμφορά». Δε συμμετείχαν σε αστεία και πειράγματα, τις έκαιγε πικρός καημός στα στήθια. Τα τύμπανα του πολέμου χτυπούσαν στ’ αφτιά τους πολύ άσχημα και το μαχαίρι του πόνου όλο και πιο βαθιά καρφωνόταν μέσα τους. Τα δάκρυα δε σταματούσαν να κυλούν στα αυλακωμένα τους μάγουλα, που ούτε το μαύρο τσεμπέρι δεν μπορούσε να τους τα κρύψει.
Στο καφενείο του μπαρμπα-Νικολή έχει ένα κουτί κι είναι πολλοί γύρω του και το ακούν. Απέξω στην πόρτα οι μικροί πατούν ο ένας τον άλλον για να το δουν το κουτί που μιλεί. Απαγορεύεται να μπουν πριν βγάλουν μουστάκια και φορέσουν μακριά παντελόνια. Το κουτί τραγουδά κιόλας πότε πότε εθνικά τραγούδια. Μωρέ, πώς χωρούν άραγε τόσοι άνθρωποι μέσα να μιλούν και να τραγουδούν επίσης;
Όμως η φωνή ακούγεται πολύ βραχνιασμένα ή χάνεται τελείως. Αυτοί που στέκουν τριγύρω, επειδή δεν αντιλαμβάνονται και πολλά, τα βάζουν με μας τα παιδιά. «Σκάσετε, μωρέ, να καταλάβομε τι λέει το ράδιο». Να που μάθαμε ότι το κουτί που μιλεί και τραγουδά το λένε ράδιο. Κολλούν το αφτί τους πάνω κι όταν δεν ξεκαθαρίζουν τι λέει, του πετούν στα γρήγορα και μια δυο παλαμιές για ν’ ακουστεί καλύτερα. Μπαινοβγαίνουν και στ’ άλλα καφενεία. Κι εκεί η ίδια κατάσταση. Αυτά όμως δεν έχουν κουτιά που να μιλούν και να τραγουδούν, αλλά η φασαρία των θαμώνων είναι εντονότερη και οι συζητήσεις δεν έχουν σταματημό αναμεταξύ των, ώστε δεν καταλαβαίνει κανένας τι λένε όλοι τους.
Τι μέρα είναι κι αυτή η σημερινή, Θεέ μου. Θα συνεχιστεί άραγε η αναταραχή πολλές μέρες έτσι ή θα ξεχαστεί σε λίγο όπως τόσα και τόσα ξεχνιούνται με τον καιρό; Για πρώτη φορά τα παιδιά δεν ασχοληθήκαμε με παιγνίδια, μόνο ήμασταν κοντά με τους μεγάλους, βήμα βήμα, ν’ ακούομε τι συμβαίνει.
Πήγαμε νωρίς στα κρεβάτια μας μετά το φαγητό, αφού τα βράδια δεν επιτρεπόταν να καθίσομε μαζί τους για πολλή ώρα. Εκείνοι ειδικά απόψε δε θα κοιμηθούν καθόλου. Όλη τη νύχτα θα συζητούν για τον μεγάλο πόλεμο και τι μέτρα προστασίας θα πάρουν. Το σπουδαιότερο πώς θα αντιμετωπίσουν την έρημη πείνα που συνήθως δημιουργεί ένας πόλεμος σ’ όλο τον κόσμο.
Για μας τα παιδιά η παράξενη, όλο ένταση, μέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, έλαβε τέλος. Μας πήρε αμέσως ο ύπνος.



Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη



Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το πορτραίτο», εκδ. Πνοή, 2019.



* Παραδοσιακά κρητικά παιχνίδια.
** Στρατιωτικό τμήμα, που ακόμα και σε περίοδο εκστρατείας, παραμένει στην έδρα του για να αναλάβει την εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων και άλλες υπηρεσίες των μετόπισθεν.


Στην εικόνα, σύνθεση αποτελούμενη από το εξώφυλλο του βιβλίου και τη φωτογραφία της Β. Παπαϊωάννου: "Παιδιά που διαβάζουν σε παιδόπολη", (1950).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου