ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι’ αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ’ έναν αόριστο θάνατο.
μπαίνει στα σπίτια των άλλων ανθρώπων
έτσι στενοί που ’ναι οι δρόμοι
έτσι πολλοί που ’ναι οι άνθρωποι.
Είναι φορές κολλητά όπως ζούμε
που θαρρώ πως κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι
πλένουμε τα δόντια μας με το ίδιο βουρτσάκι
και τρώμε το ίδιο φαΐ.
Μόνο που όταν φεύγετε
αφήνετε τα πιάτα σας άπλυτα
δεν εξηγείται αλλιώς
έτσι βρόμικος που είναι πάντα ο νεροχύτης.
Δεν πειράζει όμως.
Και κάνω ό,τι μπορώ
για να σας δείξω πόσο σας αγαπάω.
Γι’ αυτό κολλάω το μουστάκι
και βγαίνω με τη βεντάλια στη βροχή.
Για να γελάσουν τα παιδιά σας.
Μονάχα σας παρακαλώ μη μας κουτσομπολεύετε.
Κι αφήστε τη δική μου τη Μυρτώ ήσυχη.
Έτσι γεννήθηκε.
Λυπημένη.
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου «σκασμός»
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ
δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ’χω πει
ψέματα.
Πάντοτε σου ’λεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η
μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο
νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Που λες, γυρίζω ξυπόλυτη σ’ έναν κόσμο
που θέλω ν’ αλλάξω αφήνοντας
ματωμένα χνάρια στο πέρασμά μου.
Χάνω δυνάμεις αργά και σταθερά
και σήμερα Τρίτη ώρα 5 ξανά νυχτώνει.
Οι δικλίδες ασφαλείας στο μυαλό μου
λασκάρισαν, άσ’ τα. Νομίζω πως είμαι ακόμα 8 χρονών
και ταξιδεύω με τη σκούνα στην Τήνο
για το θαύμα.
Ορθογώνια σίδερα, μπετά και φλοκάτες
κλείνουν στεγανά ανθρώπους που φοβούνται
να ελπίσουν και κλείνονται στους καμπινέδες
και κλαίνε. Πρέπει ν’ αντέξω.
Κι αυτά που θέλεις να πεις κάθεσαι και τα μετράς
λέξη λέξη και φτάνεις ωχρός
κι αποφασισμένος στη συνέλευση
περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία
και φτάνεις σου λέω, αδερφέ μου
κι οι ευκαιρίες τέλος – χάνεις την ψυχραιμία
κι ακούς τον εαυτό σου να ουρλιάζει:
Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!
– και όλοι να σε κοιτάνε όπως κοιτάνε
στα γουέστερν, το καπέλο του καμπόι
που δεν πέφτει με τίποτα, κι εσυ τρακαρισμένος
να προσπαθείς να το βγάλεις ξέροντας πως ποτέ
δεν αγόρασες καπέλο κι έπειτα να σκύβεις
και να κοιτάς ντροπιασμένος τις μύτες των
παπουτσιών σου
χαμένος στην αποτρόπαιη μοναξιά
της γενικής συνέλευσης.
Έτσι που λες. Έστω κι ένας…
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Τώρα είναι ήσυχα...
Η θάλασσα λείπει μακριά
και τα κοράκια δεν τρώνε
σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.
Πάντοτε σου ’λεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η
μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο
νου σου
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!
που θέλω ν’ αλλάξω αφήνοντας
ματωμένα χνάρια στο πέρασμά μου.
Χάνω δυνάμεις αργά και σταθερά
και σήμερα Τρίτη ώρα 5 ξανά νυχτώνει.
Οι δικλίδες ασφαλείας στο μυαλό μου
λασκάρισαν, άσ’ τα. Νομίζω πως είμαι ακόμα 8 χρονών
και ταξιδεύω με τη σκούνα στην Τήνο
για το θαύμα.
Ορθογώνια σίδερα, μπετά και φλοκάτες
κλείνουν στεγανά ανθρώπους που φοβούνται
να ελπίσουν και κλείνονται στους καμπινέδες
και κλαίνε. Πρέπει ν’ αντέξω.
Κι αυτά που θέλεις να πεις κάθεσαι και τα μετράς
λέξη λέξη και φτάνεις ωχρός
περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία
και φτάνεις σου λέω, αδερφέ μου
κι οι ευκαιρίες τέλος – χάνεις την ψυχραιμία
κι ακούς τον εαυτό σου να ουρλιάζει:
Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!
– και όλοι να σε κοιτάνε όπως κοιτάνε
στα γουέστερν, το καπέλο του καμπόι
που δεν πέφτει με τίποτα, κι εσυ τρακαρισμένος
να προσπαθείς να το βγάλεις ξέροντας πως ποτέ
δεν αγόρασες καπέλο κι έπειτα να σκύβεις
και να κοιτάς ντροπιασμένος τις μύτες των
παπουτσιών σου
της γενικής συνέλευσης.
Έτσι που λες. Έστω κι ένας…
Η θάλασσα λείπει μακριά
και τα κοράκια δεν τρώνε
σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι.
Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια
κι ο Μπερλίγκουερ
Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια
κι ο Μπερλίγκουερ
έπλεξε με το βελονάκι
κουβέρτα
να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.
Ησύχασε. Με λίγη ρέγουλα θα τη σκαπουλάρουμε.
Η τάξη που θα ’φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.
Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.
Κοιμήσου... τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.
Νάνι φαΐ και πήδημα.
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.
Από τη συλλογή «Τρία κλικ αριστερά»,
1978.
να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας.
Ησύχασε. Με λίγη ρέγουλα θα τη σκαπουλάρουμε.
Η τάξη που θα ’φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε.
Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία.
Κοιμήσου... τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας.
Νάνι φαΐ και πήδημα.
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου